Οδηγώ. Κοντινή απόσταση. Δέκα λεπτά το πολύ. Στο πίσω κάθισμα τα παιδιά είναι ήσυχα (δεν έχουν καλοξυπνήσει ακόμη). Κάνω την ίδια όπως πάντα διαδρομή. Τόσα χρόνια. Τόση επανάληψη. Αν οδηγούσε κάποιος άλλος κι εγώ καθόμουν στη θέση του συνοδηγού με τα μάτια κλειστά, θα ήξερα κάθε στιγμή πού βρισκόμαστε. Υπολογίζω από τον ήχο της μηχανής, από την κλίση που παίρνει το αυτοκίνητο σε κάθε στροφή, από τις μυρωδιές της κάθε γωνίας. Εδώ τριαντάφυλλο και γιασεμί, εδώ καυσαέριο λεωφορείου, παραπέρα το χώμα από την οικοδομή που χτίζεται… Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη επανάληψη, έρχεται! Μια ιδέα. Από εκείνες που αισθάνεσαι πως αν δεν γίνει πραγματικότητα δεν μπορείς να ζήσεις πια… Από εκείνες που αν γίνουν πραγματικότητα, δεν είσαι ποτέ πια ο ίδιος…
Πώς γεννιέται ένα ποίημα; Πολύ περισσότερο μια ποιητική σύνθεση; Ο άξονας τις περισσότερες φορές, αν δεν κάνω λάθος, είναι μια λάμψη, μια ακαριαία αποσβολωτική σκέψη. Σε ένα πρόσφατο ποίημα μου τον χαρακτήρισα ως το big bang της σύλληψης. Από κει και πέρα όλα τα άλλα είναι συνειδητά, επιλεγμένα, σκόπιμα, αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, εναγώνιας διαίσθησης, συναίσθησης, καμιά φορά και παραίσθησης…
Όμως εκείνη την πρώτη πρώτη ώρα, την εντελώς απροσδόκητη, κάτι συμβαίνει απολύτως ερήμην σου. Απολύτως; Όχι. Απλώς εκείνη την ώρα αισθάνεσαι ότι γίνεται μια έκρηξη σε ηφαίστειο που σιγόβραζε για καιρό, εκτονώνονται με μια δόνηση τριβές και πιέσεις χρόνων, ή απλά… «ξεχειλίζει» ένα ποτήρι. Τόσο απλά, τόσο σύνθετα.
Κάπως έτσι γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια (πάει αλήθεια τόσος καιρός;) η ποιητική σύνθεση με την οποία έζησα όλο αυτό το διάστημα. Μετά από την πρώτη εκείνη ώρα της σύλληψης (κάπως έτσι δεν γίνεται και με την άλλη, την «κυριολεκτική» σύλληψη;) ακολουθεί μια αναστάτωση, μεγάλη αγωνία και μέθη. Τριγμοί, αναταράξεις, ένα έντονο αίσθημα ναυτίας μέχρι να στερεοποιηθεί η ιδέα, να αποκρυσταλλωθεί το νεφέλωμα, μέχρι να δεις και να ακούσεις καθαρά. Αυτό μπορεί να τραβήξει καιρό, ώρες, μέρες, μήνες ή να μη γίνει και ποτέ…
Αν όμως ευτυχήσεις να ξακρίσεις το λευκό ολοστρόγγυλο πέτρωμα μέσα από όλα τα άλλα υλικά, αρχίζει η μαστορική που θα σε φέρει στη γέννα του βότσαλου. Μήνες ίσως και χρόνια αναπνέεις μέσα απ’ αυτό (ή μήπως αυτό μέσα από σένα) και, δίχως να το πολυκαταλαβαίνεις, έρχεται και εγκολπώνεται τη ζωή σου. Οι μέρες γίνονται λέξεις και οι αισθήσεις και τα αισθήματα, οι μικρές ανεπαίσθητες κινήσεις, οι ήχοι οι βαθιά πνιγμένοι στο ασυνείδητο γίνονται φθόγγοι, καταστερισμοί ποίησης…
Ποτέ κανένας τοκετός δεν ξαστόχησε στην ώρα της ωδίνης. Πάντα ξέρεις πως πια δεν πάει άλλο. Το ίδιο το έμβρυο αναπηδά, τινάζεται, θέλει να βγει στο φως (αλλιώς θα αρχίσει να σήπεται). Περίεργη αίσθηση δημιουργίας και αποχωρισμού. Κι έπειτα;
Όπως γράφει ο Gibran :
Τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας…
Είναι οι γιοι και οι κόρες του καλέσματος της ζωής.