Δευτέρα, Απριλίου 14, 2008

Τζένη Μαστοράκη

Σκέφτομαι, πώς ξεκινά κανείς να γράφει ποίηση;
Μας κυνηγούν εχθροί και φαντάσματα, μας καταδιώκουν ώσπου φτάνουμε στο χείλος ενός γκρεμού. Κάποιοι θαρραλέοι – ή ίσως και δειλοί – ορμούν και πέφτουν στην άβυσσο. Και τότε, τι παράξενο, ενώ οι πιο πολλοί πέφτουν στο κενό, κάποιοι μένουν εκεί. Μετέωροι στο φως.

Η Τζένη Μαστοράκη βιώνει αυτή την άγρια καταδίωξη από πολύ νωρίς. Σχεδόν παιδί ξεκινά να γράφει, να γράφει ως συνειδητοποιημένη ποιήτρια. Και εκδίδει την πρώτη της συλλογή μόλις στα 1972. Αρθρώνει έναν λόγο απλό, εφηβικό, φορές οργισμένο, φορές παραπονεμένο, άλλοτε νικά η πίκρα, άλλοτε η απογοήτευση, άλλοτε η δύναμη και η ορμή! Και πρώτα πρώτα οι Μύθοι. Πρέπει να αναμετρηθεί με τους παλιούς μύθους, να τους γνωρίσει κι έπειτα να φτιάξει τους δικούς της. Να χτίσει έναν περίκλειστο παράδεισο και να τον κατοικήσει. Εκεί μαζεύει ένα ένα τα υλικά της, υλικά γλώσσας, υλικά σκέψης αλλά κυρίως αισθημάτων, για να πορευτεί ποιητικά. Η πρώτη της αναμέτρηση «Τα πρόσωπα και οι θεσμοί». Ο Προμηθέας, ο Χριστός, ο Δούρειος Ίππος:

Τους μύθους αυτούς τους αποδομεί για να ξεδιαλέξει μέσα από την σκληρή ειρωνεία, συχνά τον αυτοσαρκασμό, την ωμοφαγία του ίδιου της του εαυτού τα δικά της ποιητικά μέσα. Στίχοι όπως:

Πρέπει να ’ναι δύσκολη
η δουλειά του ποιητή.
Προσωπικά, δεν το ξέρω.
(Διόδια, σελ. 33)

ή

Τούτη την ύστερη ώρα
σε δυναστεύουν ακόμα
οι γραφιάδες, οι πόρνες
οι ιεροκήρυκες
και συ ονειρεύεσαι πάντα
μια επική συνθηκολόγηση
στις διαστάσεις του Δούρειου Ίππου.
(Διόδια, σελ. 40)

ή

Αποτάσσομαι, είπα, τον σατανά.
Έκανα δήλωση μετανοίας
στο Θεό και στην
καθεστηκυία τάξη.
(Διόδια, σελ. 41)

είναι ενδεικτικοί.

Συχνά η βάση του ποιήματος θεμελιώνεται στον κοινωνικό προβληματισμό:

Τώρα πια ξέρουμε
πως τα μήλα στα καφάσια
έχουνε τη δική τους λάμψη
και τα φτηνά παπούτσια
στα υπόγεια της Αιόλου
συνθέτουν βουβά το εμβατήριο
όλων των λαών της γης.
(Διόδια, σελ. 12)

Τα πρώτα υλικά είναι οι άνθρωποι, τα πράγματα, όσα μπορεί να δει κανείς στο επίπεδο του άμεσα αντιληπτού συντροφεμένα από νεανικό ρομαντισμό και μια διάθεση να βυθιστεί στον στοχασμό:

Βουλιάζουμε ολοένα και πιο βαθιά
μέσα μας.
Αποκρυπτογραφούμε τους ήχους
της απόλυτης σιγαλιάς
και οι κραυγές των χρωμάτων
μας πληγώνουν.
(Διόδια, σελ. 22)

Η μετεφηβική φωνή:

Δραπετεύει μέσα απ’ τις λέξεις
που δεν είπε.
Τρομάζει να περιμένει
αυτό που δε θα ’ρθει.
Τρομάζει στη σκέψη
αυτών που δεν έγραψε.
(Διόδια, σελ. 23)
Παρατηρεί με πλάγια ματιά τους θεσμούς και τους ανασυνθέτει:

Ο άγνωστος στρατιώτης
διεκδικεί τα δικαιώματα
της αφανείας του.
(Διόδια, σελ. 16)

Κυρίαρχο πρόσωπο το α΄πληθυντικό του συλλογικού βιώματος (αφού ακόμα η ποιήτρια μοιράζεται το αντιληπτό και το βιωμένο) και πιο δειλά και αραιά το α΄ενικό της εξομολόγησης και του αυτοπροσδιορισμού:

Οι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσυκλέτα με καρότσα
για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
τους μεγάλους.
(Διόδια, σελ. 27)

Η Μαστοράκη

Διεκδικεί τη μοναδικότητα
της ύπαρξής της.
(Διόδια, σελ. 36)

Δραπετεύει μέσα απ’ τις λέξεις
που δεν είπε.
(Διόδια, σελ. 23)

Καταθέτει ακριβές λεπτομέρειες από τη ζωή της – πώς αλλιώς; – στοιχείο που παρακολουθεί κανείς ευδιάκριτα και στη δεύτερη συλλογή, Το Σόι:

Με την πρώτη κιόλας ποιητική της συλλογή πληρώνει τα Διόδια και εισέρχεται στην Ποίηση ως δυνατή και αυτόνομη φωνή.

Πρώτη πράξη η εγκατάσταση στον περίκλειστο παράδεισο της ποίησης. Δεύτερη: το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Όταν βρεθεί κανείς στην επικράτεια της Ποίησης – συνήθως ξαφνικά και ανέλπιστα – μόλις συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται και στρέψει το βλέμμα του πίσω, πρέπει να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς με το παρελθόν, να κάψει τα φαντάσματα και να αγιοποιήσει τους αγαπημένους. Κι αφού τους στήσει εκεί στο ποιητικό εικονοστάσι, έπειτα, σαν να έχει μεταλάβει, πορεύεται προς την απόλυτη ελευθερία.
Η ίδια το είχε προβλέψει πολύ νωρίτερα :

Περνάω τώρα στην ηλικία των διαπιστώσεων.
(«αυτοβιογραφία», Διόδια, σελ. 49)

Στο Σόι παλιά χρέη και οφειλές ξεπληρώνονται. Κυριαρχούν οι παρελθοντικοί χρόνοι της αναδρομής και της αφήγησης. Μπροστά στα μάτια τού αναγνώστη παρελαύνουν συγγενικά πρόσωπα, παραμύθια, δοξασίες, κοινωνικά σχόλια, ό,τι συνθέτει δηλαδή την έννοια του Σογιού και όχι της Οικογένειας (η επιλογή του τίτλου είναι εύστοχη συμπύκνωση των προθέσεων της ποιήτριας). Κυριαρχεί κι εδώ το α΄ενικό της εξομολόγησης αλλά και το β΄ενικό της «συνενοχής». Ο αναγνώστης γίνεται αποδέκτης και συνένοχος της ένοχης αποκάλυψης. Δραματοποιημένος, θαρρείς πως το κάθε ποίημα γράφεται για να του αποκαλυφθεί ή για να του ομολογήσει. Οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί: τα γεννητούρια, οικογενειακό συμβούλιο, τα παντρολογήματα, η χαρά της μητρότητας, αλλά και η θεία Πέρδικα, ο Θανάσης. Στήνεται ένα πολυάνθρωπο σκηνικό φτιαγμένο από παιδικές μνήμες, εφηβικές πληγές και νεανική ορμή. Η ματιά της ποιήτριας είναι κριτική απέναντι στον κόσμο αλλά και απέναντι στον εαυτό της. Είναι εντυπωσιακό το πώς διαπλέκει το προσωπικό με το συλλογικό βίωμα, την προσωπική ή οικογενειακή μυθολογία με την Ιστορία και την Ποιητική ιδωμένα μέσα από την σκληρή, δηκτική ματιά του αιώνιου έφηβου. Η γλώσσα της είναι απλή, με την ανελέητη ειλικρίνεια και ευθύτητα του παιδιού που…δεν χαρίζεται:

Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν, η αποτύπωση του συλλογικά βιωμένου την αφήνει πλέον ελεύθερη να απεκδυθεί την «οικογενειακή», την «κοινωνική» της ταυτότητα και να απομείνει μονάχα με την άλλη υπόσταση, την ποιητική.

Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου, κι ας μου επιτρέψει και η ίδια, μια απολύτως υποκειμενική κρίση (άλλωστε τι νομιμότερο στην Ποίηση από το υποκειμενικό;)

Ανάμεσα στο Σόι και στην τρίτη συλλογή, τις Ιστορίες για τα βαθιά υπάρχει ένα ποιητικό άλμα από τα πιο γενναία και απροσδόκητα στα ελληνικά ποιητικά μας πράγματα. Μια ποιητική μετατόπιση τόσο έντονη, σχεδόν κοσμογονική.

Με τις Ιστορίες για τα βαθιά συντελείται μια βαθιά αλλαγή στο ποιητικό σύμπαν της Μαστοράκη. Σχεδόν παύει να περισκοπεί τα ανθρώπινα (και μάλιστα πόσο απότομη η αλλαγή, αν κάνει κανείς συγκρίσεις με το κοινωνικό πανδαιμόνιο που επικρατεί στο Σόι) και εστιάζει στην προσωπική της σχέση με το ίδιο το ποιητικό φαινόμενο. Εγκαταλείπει τα ανθρώπινα δράματα για να αναζητήσει τα ποιητικά οράματα. Η Μαστοράκη επιλέγει μια καταβύθιση στην ίδια την ποιητική λειτουργία. Σχεδόν στο σύνολό τους τα ποιήματα της συλλογής είναι ποιήματα Ποιητικής. Ο ρόλος της Ποίησης, οι λειτουργίες του ποιητή, η ευλογία να μοιράζεσαι το αμετάδοτο, ο κοινωνός αποδέκτης. Αλλάζει ποιητική ματιά, εκφραστικούς τρόπους, ένταση και χροιά φωνής. Τα φαινομενικά πεζόμορφα ποιήματα κατακλύζονται από μέτρο και ρυθμό. Ο ίαμβος γίνεται το όχημα για να εκφραστούν οι πιο μύχιες ποιητικές της σκέψεις. Πρόκειται για ποίηση που παλινδρομεί ανάμεσα στο φως υψιπετών οραμάτων και στο σκοτάδι μύχιων αναζητήσεων. Σπάνια βρίσκει κανείς τόσο επιγραμματική διατύπωση της ποιητικής μοναξιάς και της μανίας καταδίωξης του ποιητή από τους δαίμονες και τους αγίους του:

Αλλά μόνος παντού ο κυνηγός και ξοπίσω του
διώκτες.
(Ιστορίες για τα βαθιά, σελ. 11)

Ο μέχρι πριν οικογενειακός μύθος τώρα ξεδιπλώνεται στο χρόνο˙ σαν να ακούει κανείς το τραγούδι ενός τροβαδούρου: θρύλοι από τους μέσους χρόνους, ζωγραφιές, λαθραίοι έρωτες, μουγκές λειτουργίες, μισόλογα, ώρες κατολισθήσεων, συλημένοι τύμβοι, το σέλας των πληγών στοιχειοθετούν ένα ποιητικό σύμπαν ψιθυριστό, γεμάτο από κρυφομιλήματα, για να υμνήσει την υπέρτατη αγάπη, πες την Ποίηση. Η Μαστοράκη βουτά στους αβλέμονες του ποιητικού λόγου, της σύλληψης, της ποιητικής ενόρασης:

Η ποιήτρια υπερασπίζεται την ποιητική ιδιότητα. Αποκαλύπτει τον αγώνα στον οποίο αποδύεται ο ποιητής για να ανασύρει αισθήσεις κι αισθήματα μέσα από τα πάθη τα δικά του και των άλλων, μοιράζεται την οδύνη του αμετάδοτου, τέλος εκλιπαρεί για την άφεση:

Στις Ιστορίες για τα βαθιά υποχωρεί η ποίηση του ορατού και αναδύεται η ποίηση του αοράτου, του υπερβατικού, για να φτάσει στην τελευταία συλλογή, στο Μ’ ένα στεφάνι φως να μιλήσει για τα μετά τα φυσικά αγγίζοντας την ποιητική εκσωμάτωση. Τα ποιήματα της συλλογής αυτής δεν είναι ερμητικά˙ είναι μυστικά, απευθύνονται στους μύστες. Ελαχιστοποιούν το αίτημα για νοητική λειτουργία και ζητούν από τον αναγνώστη την απόλυτη συναισθηματική άνευ όρων παράδοση. Δεν είναι από άλλα υλικά αυτή η ποίηση. Στο βιβλίο αυτό έχεις την εντύπωση ότι τα ίδια υλικά που χρησιμοποιούσε ως τώρα αποσπώνται και περιδινίζονται γύρω από την ποιήτρια ορίζοντας, επιτέλους, έναν περίκλειστο παράδεισο.
Η Μαστοράκη εισέρχεται μέσα στη φωτιά του οράματος, στην αγριότητα του μύθου, παλεύει με τέρατα, με δράκους και επιστρέφει «μετά την αγωνία στα στενά, σώμα καμένο και χλωρό κεφάλι, κατάχλωρη απ’ τη φωτιά». Βυθίζεται σ’ έναν ύπνο βαθύ, σ’ έναν ένθεο λήθαργο. Και βλέπει. Μια γυναικεία φιγούρα, άλλοτε το ποιητικό υποκείμενο και άλλοτε την ίδια την Ποίηση. Η επικοινωνία ανάμεσα στις δυο είναι κωδικοποιημένη πλέον και ο αναγνώστης καλείται να εισέλθει μέσα στο ποιητικό αυτό άβατο αγνός και αγνώς, δηλαδή καθαγιασμένος.

Υποχωρεί το μέτρο αλλά για να απελευθερώσει και να αναδείξει άλλους, πιο μεστούς ρυθμούς, ρυθμούς εσωτερικούς.
Αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής αυτής δίνουν την εντύπωση του ανολοκλήρωτου. Ο λόγος μένει να αιωρείται κρεμασμένος σε μια λέξη. Η Μαστοράκη συνειδητοποιεί το ανείπωτο, το ανέκφραστο ποιητικά και του παραδίνεται. Αφήνεται να βιώνει, να ακούει μόνο την Ποίηση, κι ας μην την εκφράζει με λόγια, και καλεί και τον αναγνώστη σ’ αυτό το μυστικό άκουσμα.

Με τη συλλογή Μ’ ένα στεφάνι φως η Ποίηση και ο ποιητής αγιοποιούνται.
Κι έπειτα…σιωπή.

Η Τζένη Μαστοράκη δεν έχει εκδώσει ποίηση εδώ και πολλά χρόνια.
Μα –
όταν κάποιος έχει ανεβεί σε ύψη ποιητικής ελευθερίας,
όταν έχει εισέλθει «στο άγριο των οραμάτων»,
ίσως και να μην έχει ανάγκη να εκδίδει ποίηση,
αφού ολόγυρά του
Ποίηση αναδίδει.

Παρασκευή, Απριλίου 11, 2008

Τζένη Μαστοράκη





Οι νέοι διαβάζουν Τζένη Μαστοράκη

Αφιέρωμα στον ποιητικό Λόγο της Τζένης Μαστοράκη.

Μιλούν οι ποιητές


Μαριγώ Αλεξοπούλου

Γιάννης Ευθυμιάδης

και Βασίλης Ρούβαλης.

Νέοι ηθοποιοί διαβάζουν ποιήματά της.

Οι ερμηνεύτριες Μαρία Παπαγεωργίου & Νατάσσα Μποφίλιου τραγουδούν ποιήματά της, μελοποιημένα από το συνθέτη Θέμη Καραμουρατίδη.
Στο πιάνο ο συνθέτης.


ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
8.00 μ.μ.
Δημαρχείο Υμηττού
Αίθουσα εκδηλώσεων

Πέμπτη, Απριλίου 10, 2008



θέλω για μια φορά

να σε κοιτάξω έναν αιώνα

Γιώργος Μπροτάκης, Ηχηρές αντανακλάσεις, Αθήνα 2007



Τρίτη, Απριλίου 08, 2008

Πού είσαι, πού είσαι, ακριβή μου αγάπη;

Κι ούτε τα χέρια σου δεν έχω αγγίξει ακόμα.

Ούτε τη μυρωδιά σου κράτησα,

δεν περπατήσαμε μαζί

και δεν αφήσαμε τους ίσκιους μας σε ξαφνική λιακάδα.

Πού είσαι, πού είσαι, μακρινή μου αγάπη;

Πώς να μετράω πια το χρόνο,

αφού δεν είν’ εδώ τα δάχτυλά σου;

Σε ποιο θεό να προσευχηθώ με αφίλητα χείλη;

Πού είσαι, πού είσαι, σκοτεινή μου αγάπη;



(Κώστας Μόρφης, Παραλήπτης Άγνωστος, Αθήνα 2006)