Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2008

Καλά Χριστούγεννα

*

* *

* * *

* * *

* * * * *

* * * * * *

* * * * * * *

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2008




Ο ουρανός είναι η ζεστή μας πατρίδα. Τον εγκαταλείπουμε συχνά, γιατί μας αρέσει το παιχνίδι με το άγνωστο, μας τραβά ο κίνδυνος της θάλασσας και του αγέρα, μας ελκύει μια άλλη καρδιά.

Όμως, επιστρέφουμε στον ουρανό, κι όταν τον λησμονήσουμε, όταν δεν σκεπτόμαστε πια τον τόπο όπου γεννηθήκαμε, και η ανάμνηση της παιδικής μας γης έπαψε να μας γοητεύει.

Μας διευθύνει λοιπόν η τυφλή ροή της ουσίας μας, που δεν την θάβει, φαίνεται, με την ύλη του το πλήθος των περιπετειών.

Γιώργος Σαραντάρης, Ο Ουρανός


Κυριακή, Δεκεμβρίου 14, 2008

Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
-- Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή. --
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κ' οι δυο Μαρμαρινοί.

Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί:

Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.

Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.

Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες «σ' αγαπώ».
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dépôt.



Νίκος Καββαδίας, Θεσσαλονίκη, Πούσι (1947)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008




Τώρα για πάντα πια κοιμάται.
Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
με δάχτυλα που δε λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του.
Και το τραγουδιστό του αίμα
κυλάει σε βάλτους και λειβάδια,
γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων,
άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
να γίνει από αγωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.



Fedrico Garcia Lorca
Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας

(απόδοση στα ελληνικά Νίκος Γκάτσος)


Σάββατο, Νοεμβρίου 22, 2008





κριτική για τον καινό διαιρέτη


από τον ποιητή


Μιχάλη Παπαντωνόπουλο

Σάββατο, Νοεμβρίου 15, 2008




ένα φως αλλιώτικο την κάθε μέρα ανοίγεται στα σύννεφα κρατάει όριο στην αγκαλιά της απουσίας σου η προσευχή που ζω σαν σε αγγίζω βαθιά μέσα στο χάδι και των ματιών ο μαύρος ήχος γλυκό σημάδι


ένα φως αλλιώτικο την κάθε μέρα

ανοίγεται στα σύννεφα

κρατάει όριο στην αγκαλιά

της απουσίας σου


η προσευχή που ζω σαν σε αγγίζω

βαθιά μέσα στο χάδι

και των ματιών ο μαύρος ήχος

γλυκό σημάδι




Παρασκευή, Νοεμβρίου 14, 2008






μη μου μιλάς μόνο για ποίηση, μίλα μου για ζωή


Σάββατο, Νοεμβρίου 08, 2008




σήμερα κάρφωσα την πρώτη λέξη



Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2008





περπατούσα μέσα στα φώτα μιας πόλης που είχε μιλήσει άσχημα για μένα
παραπατούσα
εσύ έγραφες ποιήματα κάτω απ' το φανάρι -ή έτσι μου φαινόταν-
έχοντας πρώτα σβήσει τζάμια και πάλι τζάμια
δεν με είδες
όμως αν θέλεις είμαι σίγουρος
πώς κάπου μέσα στα γραπτά σου είναι η θλίψη μου
και η μεγάλη αιωνιότητα.




Κυριακή, Νοεμβρίου 02, 2008





αν η Ποίηση είναι προσευχή,
τότε προσεύχομαι για σένα
στον αιώνα
(μηνός Νοεμβρίου
μοιραία επανάληψη)





Πέμπτη, Οκτωβρίου 30, 2008

ΜK




Η μοναξιά είναι –θα πρέπει να ’ναι– για τον ποιητή ό,τι ο αέρας και το νερό για το λουλούδι. Μέσα στη μοναξιά ανθίζει η ποίηση. Από τη μοναξιά του ποιητή κραταιώνεται. Μέσα στους κόλπους της μοναχικότητας και μόνο βρίσκει τη δύναμη ο ποιητής να αντιπαρατεθεί στον μεγάλο του αντίπαλο: στον εαυτό του˙ και να βρει τον πιο μεγάλο του σύμμαχο: τον εαυτό του πάλι.

Μόνος ξεκινά κανείς μέσα στην ποίηση, για να συντελεστεί το μέγα μυστήριο της ένωσης με τον άλλο. Τον κάθε άλλο. Τον εδώ ή τον πέρα. Τον εντός μας και τον δίπλα μας. Για να του ψιθυρίσουμε αλήθειες και όνειρα. Για να γυμνωθεί ο ποιητής ως την άκρα ταπείνωση. Και να εισπράξει την απροσμέτρητη ανταμοιβή. Τη μέθεξη στο θαύμα.




Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2008

ΜK




Ο Χρόνος, που καθαγιάζει. Ο Χρόνος, που γλύφει και λαξεύει, που θάβει για να αναστήσει. Μέσα απ’ το σκοτάδι του ξαναγεννιούνται και αναφαίνονται αγιασμένα πια όσα άντεξαν. Στο διάστημα που κρύφτηκαν, ο Χρόνος γίνεται κριτής, κι όταν πια ορθώνονται ενώπιόν του, έχουν γύρω τους την αύρα της αγιότητας. Και τη βεβαιότητα του πλέον αμετάκλητα αιώνιου.



Σάββατο, Οκτωβρίου 25, 2008

ΜK


Τα τέρατα είναι παντού, είναι ολόγυρα κι εντός μας. Είναι εκείνα που εμποδίζουν την ψυχή, ελεύθερη και καθαρή, να πετάξει στο ταξίδι της ένωσής της με το αρχέτυπο, με το καθρέφτισμά της το άφθαρτο, το αιώνιο. Ποιος άραγε έξω απ’ τον ποιητή μπορεί να μπαινοβγαίνει απ’ τον έναν κόσμο στον άλλο, με ποια οδύνη, ποια απώλεια, με ποια δύναμη και αντλημένη από πού; Ποιος σκορπάει δίχως φειδώ τις δυνάμεις του, ποιος αφήνει το αίμα του να χύνεται, σαν το μελάνι πάνω στο χαρτί, ποιος, τέλος, κάνει την αποκοτιά να τριγυρνά σαν κριάρι ελεύθερος και να τσακίζει κλώνους άστρων;



Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2008

ΜK



Η ποίηση τις περισσότερες φορές έχει τις ρίζες της στο παρελθόν, πάντα όμως ανήκει στο μέλλον. Ο ποιητής αντλεί δυνάμεις από το βιωμένο παρελθόν, από το δραματικό παρόν και τις μετουσιώνει σε ποιότητες μέλλοντος. Κι ακόμη παραπέρα. Βγαίνει έξω απ’ τη διάσταση του χρόνου. Βιώνει πολλές φορές το τραύμα της απόρριψης, της αμφισβήτησης, της άρνησης του καιρού του. Αλλά ο γνήσιος, ο συνειδητός ποιητής ξέρει πως γράφει για το άχρονο. Όχι για το παρελθόν, όχι για το παρόν, δεν γράφει καν για το μέλλον. Γράφει για το άχρονο. Εξαπολύει ενέργεια από τα έγκατα της δικής του καταβύθισης κι αυτή όλο διαστέλλεται για να οριοθετήσει τη θέση της στο άπειρο.



Τρίτη, Οκτωβρίου 21, 2008

ΜK



Κάθε ποιητής γράφει για να ανακαλύψει τον εαυτό του και μαζί τον κόσμο. Γράφει για να χτίσει απ’ αρχής ένα σύμπαν, να μπει και να το κατοικήσει. Στο σύμπαν αυτό δεν υπάρχει κανείς άλλος, παρά μονάχα ο ποιητής και η Ποίηση. Όσοι το προσεγγίζουν είναι επήλυδες που ευλογούνται να κοινωνήσουν σ’ αυτή την ιερή, την αμόλυντη σχέση, την καθαγιασμένη, που απλώνεται από την ύβρη της αλαζονείας ως την εξιλέωση της άκρας ταπείνωσης. Στο σύμπαν αυτό ο ποιητής είναι θεός και άνθρωπος, είναι αγαθοποιός και καταστροφέας, άγγελος και δαίμονας, και γύρω η Ποίηση, να ενώνει τις διαφορετικές αυτές διαστάσεις. Κανείς, ποτέ δεν μπορεί να μπει και να διαταράξει αυτή την λεπτή ισορροπία της οντογένεσης.



Κυριακή, Οκτωβρίου 19, 2008

ΜK



Πώς αιχμαλωτίζει κανείς τη στιγμή; Πώς αναμετριέται με την αιωνιότητα; Μέσα απ’ τον έρωτα. Και μέσα από την αλήθεια. Όταν σε ώρα κορυφής σταθείς να λογαριάσεις τα βήματα που έκανες, έχεις φτάσει πια να κοιτάζεις από την άλλη μεριά του ύψους, ξέρεις πως όσα σου απομένουν –πολλά ή λίγα δεν έχει σημασία– πρέπει να τα μετρήσεις καλά, να τα βαδίσεις στέρεα. Τότε είναι η ώρα για να αποτυπώσεις ένα ΜK. Ανάμεσα σε σένα και το χρόνο, στην αλήθεια και τη μνήμη. Σκαλίζεις τα αρχικά σου στην επιφάνεια του παντοτινού, μόνο γιατί το σκέφτηκες. Μόνο γιατί το θέλησες, αρκεί να εκβιάσεις την αιωνιότητα.


Σάββατο, Οκτωβρίου 18, 2008






κρατάω την αναπνοή μου


και μετράω...




Δευτέρα, Οκτωβρίου 13, 2008






απ' την αγάπη


η ανάμνηση του φίλου


έξαφνα παίρνει

την κρυφή μορφή τού





Κυριακή, Οκτωβρίου 12, 2008

Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2008







8 Οκτωβρίου 2008


(πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι)




Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2008

Τετάρτη, Οκτωβρίου 01, 2008




Ρωμανού του Μελωδού

μνήμη και αγάπη



Κυριακή, Σεπτεμβρίου 14, 2008








κριτική για τον






στο ηλεκτρονικό περιοδικό



Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 10, 2008




τη Ζωή


και την Ποίηση


έτσι να τις ξοδεύεις,


Πρίγκιπά μου,


όπως ο Ραμόν


το γάλα


στην καρδάρα...




Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2008

στον σαμάνο απ' τον ουμάνο





τις τελευταίες μέρες ακούω μανιωδώς
τον Φορτίνο Σαμάνο του Θανάση Παπακωνσταντίνου
(πάντα, όταν μ' αρέσει ένα τραγούδι,
κολλάω στο άκουσμά του για καιρό
μέχρι να με διαλύσει).


κι ύστερα...πέφτω ξαφνικά πάνω σ' αυτή την είδηση.


το θαύμα ζει παντού,
ακόμη και
μέσα στο πιο ζοφερό σκοτάδι.





Σάββατο, Αυγούστου 30, 2008

Τρίτη, Αυγούστου 26, 2008

Τετάρτη, Αυγούστου 20, 2008

ο Ουμάνος κι ο Ρουμάνος




ένας τόσος δα Ουμάνος
κι ένας γίγαντας Ρουμάνος
αγαπήθηκαν
και σαν φίλοι στον αιώνα
μάδησαν μιαν ανεμώνα
και κοιμήθηκαν.



Σάββατο, Αυγούστου 02, 2008




Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ,
μ' ακούς


Τρίτη, Ιουλίου 29, 2008

S i n f o n i a – σ υ μ φ ω ν ί α τ ο υ χ ρ ό ν ο υ


Ναι!
Συναίνεσε ο Χρόνος
Έτρεξε βήμα με ταχύτητα την πιο μικρή σου σκέψη,
Ευλογημένη διατάραξη,
Πάντοτε ζούσες να την περιμένεις
Χρόνια
Γυρίζοντας
Στο ίδιο σημείο πάντοτε βρισκόσουν, της αρχής
Του τέλους
Ο μίτος ένας κύκλος δίχως κόμπο.

Ναι!
Όχι, δεν είπες όχι, στον κρατημένο χώρο για το ναι
Έσκαψες να συλλάβεις σώμα
Που ακόμα ούτε μορφή, ούτε όνομα, μόνο το άγγιγμά του νιώθεις
Και το ξέρεις που σώμα σου έγινε.

Ήρθε να σε βρει
Σαν πάντα ανέτοιμο,
Σαν πάντα ολάνοιχτο στρωμμένο χώμα κάτω από μετεωρισμό
Να γέρνουν οι αγαπημένοι ν’ αναπαύονται στις σκέψεις που ζέσταινες
Αν και σε τόπο ξένο, εχθρικό πριν απ’ τη σύλληψη.
Όμως να,
Ακούγεται φωνή αναπάντεχη ώρα
Όπως ερχόταν καθαρή απ’ το πάντοτε
Κι έκλεινε πίσω σου σταυρώνοντας τις πόρτες
Όρθια, μες στον άνεμο πατώντας πάνω, κραταιά ως αιωνιότητα.

Έτσι βουβά, όπως γυρίζεις το βλέμμα,
Γύρισε ο κόσμος.

Και τώρα οι δυο μας Εγώ
Κι ανάμεσα
Μεταίχμιο κορμί που πάνω του φιλιά δαγκωματιές γράφω ποιος είμαι.

Ο πολύς, ο ατέλειωτος χρόνος
Απλώνεται
Σαν γενέθλια μέρα
Δίχως τέλος ορθώνεται γύρω σου

Μ’ ανοιχτές τις παλάμες ορίζοντα
Καρφωμένος σαν κέντρο από δρόμους φυγόκεντρους
Ξυπνούσες και κοιμόσουν με σύμβολο στα δυο σπασμένο μισό όνειρο
Τ’ άλλο μισό ψάχνοντας να συμπληρώσεις ανάγλυφα πρόσωπα άγνωστα
Μέλλον σου, πώς μπερδεύεται τώρα παρόν!

Ξαφνική, κατακόρυφη ανάληψη ως τον τόπο που σου ’λαχε
Πάνω σε γραμμές τραβηγμένες
Όταν πολύ πριν γεννηθείς εκείνος έλεγε
Και έκλαιγε πικρά
Μην και χυθεί απ’ τις παλάμες το φως το τρεμάμενο
Ακυρίευτο τον αφήνει και έρχεται, τώρα φως σου.

Έγινε κρίκος σφιχτός στο λαιμό και στη γλώσσα
Η αλήθεια συμπύκνωση έξω απ’ το σώμα σου
Που με μόχθους πολλούς, με ζητώ, ό,τι απέμεινε
Απ’ τα άνυδρα φρέατα, απ’ τα όνειρα τα ξερικά
Τη δροσίστηκες.

Ναι λοιπόν!


Δευτέρα, Ιουλίου 21, 2008

Paul Celan

Υπήρχε χώμα μέσα τους, και
αυτοί έσκαβαν.

Έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δε λάτρευαν θεό,
που, έτσι είχαν ακούσει, όλα αυτά τα ήθελε,
που, έτσι είχαν ακούσει, όλα αυτά τα γνώριζε.

Έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια,
δεν έγιναν σοφοί, δεν επινόησαν κανένα τραγούδι,
δε βρήκαν καμιά γλώσσα.
Έσκαβαν.

Ήρθε γαλήνη, ήρθε θύελλα,
ήρθαν όλες οι θάλασσες.
Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει ως και το σκουλήκι,
κι αυτό που τραγουδά εκεί λέει: σκάβουν.

Ω ένα, κανένα, ουδένα, ω εσύ:
πού πήγε αυτό που δεν πήγαινε πουθενά;
Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω,
κι εγώ σκάβω εντός μου ως εσένα
και στο δάχτυλό μας ξυπνά το δαχτυλίδι.



από το βιβλίο του Paul Celan, Die Niemandsrose
μετάφραση Γ.Ε.
(dem Fürsten)

Τετάρτη, Ιουλίου 16, 2008

Emily Dickinson


I died for beauty


Πέθανα για την ομορφιά
Κι έρημη με έβαλαν στον τάφο
Κι έναν που πέθανε γι’ αλήθεια
Δίπλα μου έθαψαν μονάχο.

Ρώτησε γιατί είχα πεθάνει
Και είπα «για την ομορφιά»
«Εγώ» είπε «για την αλήθεια,
κι είμαστε τώρα συντροφιά».

Κι έτσι μια νύχτα σαν αδέλφια
Μιλήσαμε απ’ τα δώματά μας
Ώσπου έφτασαν στα χείλη μούσκλια
Και κάλυψαν τα ονόματά μας.

μετάφραση Γ.Ε.

αχ, Έμιλυ, Έμιλυ, σήμερα μου έκανες ένα δώρο ανέλπιστο, που από καιρό ζητούσα...


Κυριακή, Ιουλίου 13, 2008

Τάσος Λειβαδίτης



  • Ο πρώτος στίχος
  • Οι ορτανσίες
  • Το παράπονο του ποιητή


(από τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου)


Πέμπτη, Ιουλίου 10, 2008

Rainer Maria Rilke


Alles noch nie gesagte



Πιστεύω σε όσα ανείπωτα ως τώρα παραμένουν.
Οι πιο μεγάλοι πόθοι μου θέλω να εκπληρωθούν.
Όσα δεν τόλμησε κανείς ποτέ να λαχταρήσει
Πρέπει για μένα πάντοτε να μοιάζουν προσταγή.

Αν είναι αμάρτημα αυτό, συχώρα με, Θεέ μου
Μα θέλω τώρα μοναχά ετούτο να σου πω:
Η πιο μεγάλη δύναμη πρέπει να είν’ η ορμή μου
Δίχως θυμό, χωρίς οργή, κανένα δισταγμό
Έτσι όπως τα μικρά παιδιά κι εσένα σ’ αγαπούν.

Σ’ αυτή την ξέχειλη, γοργή κι ορμητική πορεία
Μέσα από χίλιες αγκαλιές σε θάλασσα ανοιχτή
Όπως θεριεύει η κίνηση εμπρός και προς τα πίσω
Θέλω να εξομολογηθώ, θέλω να σου μιλήσω
Όπως κανείς ως σήμερα δεν σου ’χει απευθυνθεί.

Κι αν είν’ αυτό αλαζονικό, ας είμαι αλαζόνας
Ώστε να στέκει αντίκρυ σου αυτή μου η προσευχή
Τόσο σεμνή και μοναχή,
Μπροστά στο νεφελόγερτο ωραίο μέτωπό σου.

μετάφραση Γ.Ε.

Τρίτη, Ιουλίου 08, 2008

Pablo Neruda

Γερμένος τ' απογεύματα ρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μου
στα ωκεάνειά σου μάτια.

Εκεί στην μέγιστη πυρά η μοναξιά μου θεριεύει και φουντώνει,
κλείνοντας την αγκαλιά μου σαν του πνιγμένου.

Στέλνω μηνύματα κινδύνου στην απουσία των ματιών σου
των μυρισμένων θάλασσα ή ακτή δίπλα στον φάρο.

Απομένεις στο σκοτάδι, μακρινή γυναίκα,
στο βλέμμα σου κάποτε αναδύεται ακρογιαλιά του τρόμου.

Γερμένος τ' απογεύματα τινάζω τα δίχτυα της θλίψης μου
στη θάλασσα που συντρίβεται απ' τα ωκεάνειά σου μάτια.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που λάμπουν όπως η ψυχή μου όταν σ’ αγαπώ.

Καλπάζει η νύχτα πάνω σε σκοτεινή φοράδα
σκορπίζοντας γαλάζια στάχια στον κάμπο.



Pablo Neruda, Veinte poemas de amor
y una canción desesperada, 1924
(Poema 7)
μετάφραση Γ.Ε.

Κυριακή, Ιουλίου 06, 2008

Paul Éluard


Η αγαπημένη

Όρθια στέκει πάνω από τα βλέφαρά μου
Και τα μαλλιά της είναι μέσα στα δικά μου
Έχει το σχήμα των χεριών μου
Έχει το χρώμα των ματιών μου
Βυθίζεται μες στη σκιά μου
Όπως λιθάρι μες στον ουρανό

Τα μάτια της πάντ’ αγρυπνούν
Και δε μ’ αφήνει πια να ησυχάσω
Τα όνειρά της μες στο πλέριο φως
Κάνουν τους ήλιους να αχνίζουν
Κάνουν κι εμένα να γελώ, να κλαίω μα και να γελώ,
Και να μιλώ δίχως να έχω τίποτα να πω.

μετάφραση Γ.Ε.

Τετάρτη, Ιουλίου 02, 2008

3-7-2008




Και δε μιλώ σε σένα,
γιατί αύριο θα ’ρθείς.


Σάββατο, Ιουνίου 28, 2008

στον Πρίγκιπα...

Στην αλήθεια να μείνω
Άφησέ με πάντα
Στη δυστυχία ποτέ,
αλλά να υμνώ
Εσάς κατοικίες του ουρανού
εκεί που έχτισαν τον ναό
Και τρίποδα και βωμό
Όμως
κάτω απ’ τις κορφές
να υμνώ τον ήρωα
Της Γερμανίας τη νιότη – των παλαιών πόλεων την οργή –
ένας πολίτης έχει

Friedrich Hölderlin, Αποσπάσματα, στον Πρίγκιπα
(μετ. Θανάσης Λάμπρου)

Σάββατο, Ιουνίου 14, 2008

λυσιμελής...




Λυσιμελής, λυσιμελής,

μα ως πότε πια θα αμελείς;

Παρέλυσαν τα χέρια;

Κι αν δεν ακούγομαι αφελής,

μόλις αδειάσεις, με εκτελείς,

μόνο … να είν’ αιθέρια… ;)




Τρίτη, Ιουνίου 10, 2008



Το σ’ αγαπώ που δεν σου είπα
το έχω χάσει κάπου ανάμεσα στη δεύτερή μου σκέψη.


Μία στιγμή, τόσο διαρκεί, όσο η επιθυμία

και η ματαίωσή της, κι ύστερα
τόσες αμέτρητες στιγμές στην επανάληψη

της μνήμης, της ανάμνησης

και τώρα
στην ώρα αυτή που το διαβάζεις. Μάταιο

σ’ αγαπώ. Ή μάταια σ' αγαπώ;

Η απάντηση βρίσκεται πάνω στο χαρτί.

Και η τιμωρία επίσης.



Τρίτη, Ιουνίου 03, 2008

απορία

πώς θα ήταν άραγε αν απαντούσε το εγώ στο εσύ; κι αν, τότε αντικρυστά ή να παρεμβάλλεται; οπωσδήποτε το εγώ κρύβει πάντα μια δύναμη αλαζονείας ή αφέλειας, δεν έχει σημασία. πάντως αλήθειας και αμεσότητας. θα το δοκιμάσω.

Κυριακή, Ιουνίου 01, 2008





Η Ποίηση πέθανε.


Ζήτω η Ποίηση!


(αφιερωμένο)



Πέμπτη, Μαΐου 29, 2008

converging lines

Στις 11 Μαρτίου 2008 στο Dasein πραγματοποιήθηκε ποιητική συνάντηση 4 βρετανών

(Julia Copus, Antony Dunn, Matthew Hollis και Clare Pollard)

και 4 ελλήνων ποιητών

(Μαριγώ Αλεξοπούλου, Γιάννης Ευθυμιάδης, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος και Βασίλης Ρούβαλης)

στα πλαίσια του προγράμματος converging lines.

Θεωρία για την Κατάληξη του BIG BANG


Το Big Bang της σύλληψης –
μια στιγμή.
Πότε; Ούτε κι ο χρόνος δεν το ξέρει
στο χείλος της βουβής αταραξίας των νερών, λίγο πριν από την πτώση
κι έπειτα εκρήξεις ιδεών καταστερισμοί νοημάτων πλημμύρες
λέξεων εγκατακρημνίσεις αισθημάτων βροχή λεοντιδών και
φθόγγων
ώσπου να γεννηθεί εκεί στην άκρη της μοναδικότητας
ένας πλανήτης
βυθισμένος στην περίκλειστη σιωπή του…

Αργά αργά αναδύεται ωραία, γιατί πρώτη,
η Πανγαία του.

Και πάντα πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκεται
ένας Νους
κι ένας αγώνας ανάμεσα
σε δύο θηρία – πες έρωτας.

Αρχίζουν τότε άνεμοι
και πότε κύματα, λίγο εδώ
λίγο εκεί κατατρώγοντας τον βράχο στο σχήμα μιας έλλειψης
ευεργετικά
ανελέητα
να γλείφουν το σώμα
που μια θα πέφτει στο βλέμμα του ενός κι άλλοτε
θα χαράζει τη συνείδηση του άλλου
ταξιδεύοντας.
Μέχρι πού; Ούτε κι εγώ δεν το ξέρω,
ούτε κι αυτό το ίδιο το γνωρίζει, έτσι καθώς γεννιέται
με την αναζήτηση του ορίου και με τη βεβαιότητα του τέλους του.

Συνεπώς
Το ποίημα είναι σύμπαν που διαρκώς διαστέλλεται.



Κυριακή, Μαΐου 18, 2008

Η Ποίηση είναι το τι ή το πώς; Ένα τι που κρύβεται μέσα σε ένα πώς ή ένα πώς που εγκολπώνεται ένα τι; Από τη μια πλευρά του ποταμού είναι το τι κι από την άλλη το πώς. Κι η Ποίηση κυλάει πάνω σε ένα μονόξυλο. Το ρεύμα πότε την πάει απ’ τη μια πότε απ’ την άλλη.

Παρασκευή, Μαΐου 09, 2008

η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική...


dem Fürsten

Η Ποίηση είναι σαν τη σκιά. Όσο την κυνηγάς, τόσο εκείνη φεύγει. Κι όποτε πας να της ξεφύγεις, σε καταδιώκει ανελέητα.

Ποια μέρα είναι μέρα ποιητική, μέρα σύλληψης και μέρα δημιουργίας; Νομίζω, μια μέρα αδιάφορη. Η Ποίηση, θέλω να πω η σπουδαία Ποίηση – η απομακρυσμένη από τα άνυδρα γεγονότα κι από τα υπερεκτιμημένα συναισθήματα – είναι τις πιο πολλές φορές αποτέλεσμα μιας απαρατήρητης κανονικότητας. Είναι οι μέρες, οι ώρες που το μυαλό απομένει απολύτως καθαρό έξω από το σκοτάδι της θλίψης ή της ανησυχίας και πέρα από το θάμπος της χαράς που σβήνει τα μεγέθη όπως ο δυνατός ήλιος τα σχήματα και τα χρώματα. Και τότε, στην ουδέτερη ζώνη ενός γκρίζου είναι που αναδύεται το έως τότε ανέκφραστο.

Το ζήτημα είναι να μπορέσεις να το μεταφράσεις πρώτα στη συνείδησή σου κι ύστερα στη γλώσσα σου. Κι έπειτα να κρίνεις τι απ’ αυτό είναι καλό, τι αξίζει να κρατήσεις και τι να πετάξεις. Ο αληθινά μεγάλος δημιουργός κρίνεται και, για να μην πω κυρίως, σ’ αυτό το επώδυνο στάδιο. Δεν είναι η έμπνευση, η εμμανής γραφή, αλλά η νηφάλια επιλογή και η επεξεργασία που φέρνει την πιο μεγάλη οδύνη. Κι είναι εκεί που θα αρθεί κανείς πάνω από την τέχνη του, πάνω κι απ’ την ίδια του την αγάπη για την τέχνη. Μόνο που πολλές φορές – τις πιο πολλές φορές – χρειάζεται χρόνος, επανέλεγχος, κρίση πάνω στην κρίση, έξω από τη συναισθηματική βιωμένη αστάθεια της καθημερινότητας. Ή άλλοτε πάλι πρέπει όλα τούτα να τα ξεχάσεις. Και μαζί και την Ποίηση. Και τότε αυτή σαν εμμονή έρχεται και σε βρίσκει πάλι και πάλι εκβιάζοντας το μέλλον της, μέσα από σένα, μικρέ, μικρέ μου Υάκινθε…

Δευτέρα, Απριλίου 14, 2008

Τζένη Μαστοράκη

Σκέφτομαι, πώς ξεκινά κανείς να γράφει ποίηση;
Μας κυνηγούν εχθροί και φαντάσματα, μας καταδιώκουν ώσπου φτάνουμε στο χείλος ενός γκρεμού. Κάποιοι θαρραλέοι – ή ίσως και δειλοί – ορμούν και πέφτουν στην άβυσσο. Και τότε, τι παράξενο, ενώ οι πιο πολλοί πέφτουν στο κενό, κάποιοι μένουν εκεί. Μετέωροι στο φως.

Η Τζένη Μαστοράκη βιώνει αυτή την άγρια καταδίωξη από πολύ νωρίς. Σχεδόν παιδί ξεκινά να γράφει, να γράφει ως συνειδητοποιημένη ποιήτρια. Και εκδίδει την πρώτη της συλλογή μόλις στα 1972. Αρθρώνει έναν λόγο απλό, εφηβικό, φορές οργισμένο, φορές παραπονεμένο, άλλοτε νικά η πίκρα, άλλοτε η απογοήτευση, άλλοτε η δύναμη και η ορμή! Και πρώτα πρώτα οι Μύθοι. Πρέπει να αναμετρηθεί με τους παλιούς μύθους, να τους γνωρίσει κι έπειτα να φτιάξει τους δικούς της. Να χτίσει έναν περίκλειστο παράδεισο και να τον κατοικήσει. Εκεί μαζεύει ένα ένα τα υλικά της, υλικά γλώσσας, υλικά σκέψης αλλά κυρίως αισθημάτων, για να πορευτεί ποιητικά. Η πρώτη της αναμέτρηση «Τα πρόσωπα και οι θεσμοί». Ο Προμηθέας, ο Χριστός, ο Δούρειος Ίππος:

Τους μύθους αυτούς τους αποδομεί για να ξεδιαλέξει μέσα από την σκληρή ειρωνεία, συχνά τον αυτοσαρκασμό, την ωμοφαγία του ίδιου της του εαυτού τα δικά της ποιητικά μέσα. Στίχοι όπως:

Πρέπει να ’ναι δύσκολη
η δουλειά του ποιητή.
Προσωπικά, δεν το ξέρω.
(Διόδια, σελ. 33)

ή

Τούτη την ύστερη ώρα
σε δυναστεύουν ακόμα
οι γραφιάδες, οι πόρνες
οι ιεροκήρυκες
και συ ονειρεύεσαι πάντα
μια επική συνθηκολόγηση
στις διαστάσεις του Δούρειου Ίππου.
(Διόδια, σελ. 40)

ή

Αποτάσσομαι, είπα, τον σατανά.
Έκανα δήλωση μετανοίας
στο Θεό και στην
καθεστηκυία τάξη.
(Διόδια, σελ. 41)

είναι ενδεικτικοί.

Συχνά η βάση του ποιήματος θεμελιώνεται στον κοινωνικό προβληματισμό:

Τώρα πια ξέρουμε
πως τα μήλα στα καφάσια
έχουνε τη δική τους λάμψη
και τα φτηνά παπούτσια
στα υπόγεια της Αιόλου
συνθέτουν βουβά το εμβατήριο
όλων των λαών της γης.
(Διόδια, σελ. 12)

Τα πρώτα υλικά είναι οι άνθρωποι, τα πράγματα, όσα μπορεί να δει κανείς στο επίπεδο του άμεσα αντιληπτού συντροφεμένα από νεανικό ρομαντισμό και μια διάθεση να βυθιστεί στον στοχασμό:

Βουλιάζουμε ολοένα και πιο βαθιά
μέσα μας.
Αποκρυπτογραφούμε τους ήχους
της απόλυτης σιγαλιάς
και οι κραυγές των χρωμάτων
μας πληγώνουν.
(Διόδια, σελ. 22)

Η μετεφηβική φωνή:

Δραπετεύει μέσα απ’ τις λέξεις
που δεν είπε.
Τρομάζει να περιμένει
αυτό που δε θα ’ρθει.
Τρομάζει στη σκέψη
αυτών που δεν έγραψε.
(Διόδια, σελ. 23)
Παρατηρεί με πλάγια ματιά τους θεσμούς και τους ανασυνθέτει:

Ο άγνωστος στρατιώτης
διεκδικεί τα δικαιώματα
της αφανείας του.
(Διόδια, σελ. 16)

Κυρίαρχο πρόσωπο το α΄πληθυντικό του συλλογικού βιώματος (αφού ακόμα η ποιήτρια μοιράζεται το αντιληπτό και το βιωμένο) και πιο δειλά και αραιά το α΄ενικό της εξομολόγησης και του αυτοπροσδιορισμού:

Οι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσυκλέτα με καρότσα
για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
τους μεγάλους.
(Διόδια, σελ. 27)

Η Μαστοράκη

Διεκδικεί τη μοναδικότητα
της ύπαρξής της.
(Διόδια, σελ. 36)

Δραπετεύει μέσα απ’ τις λέξεις
που δεν είπε.
(Διόδια, σελ. 23)

Καταθέτει ακριβές λεπτομέρειες από τη ζωή της – πώς αλλιώς; – στοιχείο που παρακολουθεί κανείς ευδιάκριτα και στη δεύτερη συλλογή, Το Σόι:

Με την πρώτη κιόλας ποιητική της συλλογή πληρώνει τα Διόδια και εισέρχεται στην Ποίηση ως δυνατή και αυτόνομη φωνή.

Πρώτη πράξη η εγκατάσταση στον περίκλειστο παράδεισο της ποίησης. Δεύτερη: το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Όταν βρεθεί κανείς στην επικράτεια της Ποίησης – συνήθως ξαφνικά και ανέλπιστα – μόλις συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται και στρέψει το βλέμμα του πίσω, πρέπει να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς με το παρελθόν, να κάψει τα φαντάσματα και να αγιοποιήσει τους αγαπημένους. Κι αφού τους στήσει εκεί στο ποιητικό εικονοστάσι, έπειτα, σαν να έχει μεταλάβει, πορεύεται προς την απόλυτη ελευθερία.
Η ίδια το είχε προβλέψει πολύ νωρίτερα :

Περνάω τώρα στην ηλικία των διαπιστώσεων.
(«αυτοβιογραφία», Διόδια, σελ. 49)

Στο Σόι παλιά χρέη και οφειλές ξεπληρώνονται. Κυριαρχούν οι παρελθοντικοί χρόνοι της αναδρομής και της αφήγησης. Μπροστά στα μάτια τού αναγνώστη παρελαύνουν συγγενικά πρόσωπα, παραμύθια, δοξασίες, κοινωνικά σχόλια, ό,τι συνθέτει δηλαδή την έννοια του Σογιού και όχι της Οικογένειας (η επιλογή του τίτλου είναι εύστοχη συμπύκνωση των προθέσεων της ποιήτριας). Κυριαρχεί κι εδώ το α΄ενικό της εξομολόγησης αλλά και το β΄ενικό της «συνενοχής». Ο αναγνώστης γίνεται αποδέκτης και συνένοχος της ένοχης αποκάλυψης. Δραματοποιημένος, θαρρείς πως το κάθε ποίημα γράφεται για να του αποκαλυφθεί ή για να του ομολογήσει. Οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί: τα γεννητούρια, οικογενειακό συμβούλιο, τα παντρολογήματα, η χαρά της μητρότητας, αλλά και η θεία Πέρδικα, ο Θανάσης. Στήνεται ένα πολυάνθρωπο σκηνικό φτιαγμένο από παιδικές μνήμες, εφηβικές πληγές και νεανική ορμή. Η ματιά της ποιήτριας είναι κριτική απέναντι στον κόσμο αλλά και απέναντι στον εαυτό της. Είναι εντυπωσιακό το πώς διαπλέκει το προσωπικό με το συλλογικό βίωμα, την προσωπική ή οικογενειακή μυθολογία με την Ιστορία και την Ποιητική ιδωμένα μέσα από την σκληρή, δηκτική ματιά του αιώνιου έφηβου. Η γλώσσα της είναι απλή, με την ανελέητη ειλικρίνεια και ευθύτητα του παιδιού που…δεν χαρίζεται:

Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν, η αποτύπωση του συλλογικά βιωμένου την αφήνει πλέον ελεύθερη να απεκδυθεί την «οικογενειακή», την «κοινωνική» της ταυτότητα και να απομείνει μονάχα με την άλλη υπόσταση, την ποιητική.

Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου, κι ας μου επιτρέψει και η ίδια, μια απολύτως υποκειμενική κρίση (άλλωστε τι νομιμότερο στην Ποίηση από το υποκειμενικό;)

Ανάμεσα στο Σόι και στην τρίτη συλλογή, τις Ιστορίες για τα βαθιά υπάρχει ένα ποιητικό άλμα από τα πιο γενναία και απροσδόκητα στα ελληνικά ποιητικά μας πράγματα. Μια ποιητική μετατόπιση τόσο έντονη, σχεδόν κοσμογονική.

Με τις Ιστορίες για τα βαθιά συντελείται μια βαθιά αλλαγή στο ποιητικό σύμπαν της Μαστοράκη. Σχεδόν παύει να περισκοπεί τα ανθρώπινα (και μάλιστα πόσο απότομη η αλλαγή, αν κάνει κανείς συγκρίσεις με το κοινωνικό πανδαιμόνιο που επικρατεί στο Σόι) και εστιάζει στην προσωπική της σχέση με το ίδιο το ποιητικό φαινόμενο. Εγκαταλείπει τα ανθρώπινα δράματα για να αναζητήσει τα ποιητικά οράματα. Η Μαστοράκη επιλέγει μια καταβύθιση στην ίδια την ποιητική λειτουργία. Σχεδόν στο σύνολό τους τα ποιήματα της συλλογής είναι ποιήματα Ποιητικής. Ο ρόλος της Ποίησης, οι λειτουργίες του ποιητή, η ευλογία να μοιράζεσαι το αμετάδοτο, ο κοινωνός αποδέκτης. Αλλάζει ποιητική ματιά, εκφραστικούς τρόπους, ένταση και χροιά φωνής. Τα φαινομενικά πεζόμορφα ποιήματα κατακλύζονται από μέτρο και ρυθμό. Ο ίαμβος γίνεται το όχημα για να εκφραστούν οι πιο μύχιες ποιητικές της σκέψεις. Πρόκειται για ποίηση που παλινδρομεί ανάμεσα στο φως υψιπετών οραμάτων και στο σκοτάδι μύχιων αναζητήσεων. Σπάνια βρίσκει κανείς τόσο επιγραμματική διατύπωση της ποιητικής μοναξιάς και της μανίας καταδίωξης του ποιητή από τους δαίμονες και τους αγίους του:

Αλλά μόνος παντού ο κυνηγός και ξοπίσω του
διώκτες.
(Ιστορίες για τα βαθιά, σελ. 11)

Ο μέχρι πριν οικογενειακός μύθος τώρα ξεδιπλώνεται στο χρόνο˙ σαν να ακούει κανείς το τραγούδι ενός τροβαδούρου: θρύλοι από τους μέσους χρόνους, ζωγραφιές, λαθραίοι έρωτες, μουγκές λειτουργίες, μισόλογα, ώρες κατολισθήσεων, συλημένοι τύμβοι, το σέλας των πληγών στοιχειοθετούν ένα ποιητικό σύμπαν ψιθυριστό, γεμάτο από κρυφομιλήματα, για να υμνήσει την υπέρτατη αγάπη, πες την Ποίηση. Η Μαστοράκη βουτά στους αβλέμονες του ποιητικού λόγου, της σύλληψης, της ποιητικής ενόρασης:

Η ποιήτρια υπερασπίζεται την ποιητική ιδιότητα. Αποκαλύπτει τον αγώνα στον οποίο αποδύεται ο ποιητής για να ανασύρει αισθήσεις κι αισθήματα μέσα από τα πάθη τα δικά του και των άλλων, μοιράζεται την οδύνη του αμετάδοτου, τέλος εκλιπαρεί για την άφεση:

Στις Ιστορίες για τα βαθιά υποχωρεί η ποίηση του ορατού και αναδύεται η ποίηση του αοράτου, του υπερβατικού, για να φτάσει στην τελευταία συλλογή, στο Μ’ ένα στεφάνι φως να μιλήσει για τα μετά τα φυσικά αγγίζοντας την ποιητική εκσωμάτωση. Τα ποιήματα της συλλογής αυτής δεν είναι ερμητικά˙ είναι μυστικά, απευθύνονται στους μύστες. Ελαχιστοποιούν το αίτημα για νοητική λειτουργία και ζητούν από τον αναγνώστη την απόλυτη συναισθηματική άνευ όρων παράδοση. Δεν είναι από άλλα υλικά αυτή η ποίηση. Στο βιβλίο αυτό έχεις την εντύπωση ότι τα ίδια υλικά που χρησιμοποιούσε ως τώρα αποσπώνται και περιδινίζονται γύρω από την ποιήτρια ορίζοντας, επιτέλους, έναν περίκλειστο παράδεισο.
Η Μαστοράκη εισέρχεται μέσα στη φωτιά του οράματος, στην αγριότητα του μύθου, παλεύει με τέρατα, με δράκους και επιστρέφει «μετά την αγωνία στα στενά, σώμα καμένο και χλωρό κεφάλι, κατάχλωρη απ’ τη φωτιά». Βυθίζεται σ’ έναν ύπνο βαθύ, σ’ έναν ένθεο λήθαργο. Και βλέπει. Μια γυναικεία φιγούρα, άλλοτε το ποιητικό υποκείμενο και άλλοτε την ίδια την Ποίηση. Η επικοινωνία ανάμεσα στις δυο είναι κωδικοποιημένη πλέον και ο αναγνώστης καλείται να εισέλθει μέσα στο ποιητικό αυτό άβατο αγνός και αγνώς, δηλαδή καθαγιασμένος.

Υποχωρεί το μέτρο αλλά για να απελευθερώσει και να αναδείξει άλλους, πιο μεστούς ρυθμούς, ρυθμούς εσωτερικούς.
Αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής αυτής δίνουν την εντύπωση του ανολοκλήρωτου. Ο λόγος μένει να αιωρείται κρεμασμένος σε μια λέξη. Η Μαστοράκη συνειδητοποιεί το ανείπωτο, το ανέκφραστο ποιητικά και του παραδίνεται. Αφήνεται να βιώνει, να ακούει μόνο την Ποίηση, κι ας μην την εκφράζει με λόγια, και καλεί και τον αναγνώστη σ’ αυτό το μυστικό άκουσμα.

Με τη συλλογή Μ’ ένα στεφάνι φως η Ποίηση και ο ποιητής αγιοποιούνται.
Κι έπειτα…σιωπή.

Η Τζένη Μαστοράκη δεν έχει εκδώσει ποίηση εδώ και πολλά χρόνια.
Μα –
όταν κάποιος έχει ανεβεί σε ύψη ποιητικής ελευθερίας,
όταν έχει εισέλθει «στο άγριο των οραμάτων»,
ίσως και να μην έχει ανάγκη να εκδίδει ποίηση,
αφού ολόγυρά του
Ποίηση αναδίδει.

Παρασκευή, Απριλίου 11, 2008

Τζένη Μαστοράκη





Οι νέοι διαβάζουν Τζένη Μαστοράκη

Αφιέρωμα στον ποιητικό Λόγο της Τζένης Μαστοράκη.

Μιλούν οι ποιητές


Μαριγώ Αλεξοπούλου

Γιάννης Ευθυμιάδης

και Βασίλης Ρούβαλης.

Νέοι ηθοποιοί διαβάζουν ποιήματά της.

Οι ερμηνεύτριες Μαρία Παπαγεωργίου & Νατάσσα Μποφίλιου τραγουδούν ποιήματά της, μελοποιημένα από το συνθέτη Θέμη Καραμουρατίδη.
Στο πιάνο ο συνθέτης.


ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
8.00 μ.μ.
Δημαρχείο Υμηττού
Αίθουσα εκδηλώσεων

Πέμπτη, Απριλίου 10, 2008



θέλω για μια φορά

να σε κοιτάξω έναν αιώνα

Γιώργος Μπροτάκης, Ηχηρές αντανακλάσεις, Αθήνα 2007



Τρίτη, Απριλίου 08, 2008

Πού είσαι, πού είσαι, ακριβή μου αγάπη;

Κι ούτε τα χέρια σου δεν έχω αγγίξει ακόμα.

Ούτε τη μυρωδιά σου κράτησα,

δεν περπατήσαμε μαζί

και δεν αφήσαμε τους ίσκιους μας σε ξαφνική λιακάδα.

Πού είσαι, πού είσαι, μακρινή μου αγάπη;

Πώς να μετράω πια το χρόνο,

αφού δεν είν’ εδώ τα δάχτυλά σου;

Σε ποιο θεό να προσευχηθώ με αφίλητα χείλη;

Πού είσαι, πού είσαι, σκοτεινή μου αγάπη;



(Κώστας Μόρφης, Παραλήπτης Άγνωστος, Αθήνα 2006)

Σάββατο, Μαρτίου 29, 2008





παρουσίαση
του

καινού διαιρέτη

ανάμεσα σε 29 επιλεγμένα
ποιητικά βιβλία
του 2007


στο ΥΕΑR ΒΟΟΚ


του περιοδικού HIGHLIGHTS


από τον ποιητή Γιώργο Βέη