Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2006

Chiaroscuro


Τα κακά ποιήματα πρέπει να τα πετάς.
Μόνο τα καλά ποιήματά σου να κρατάς, να τα εκδίδεις.
Να προφυλάσσεις εσένα και τους άλλους από τη μετριότητα,
που βλάπτει πιο πολύ απ’ την ανοησία.
Καλός ποιητής είναι ο αυστηρός αναγνώστης της ποίησής του.
Ο επιλεκτικός.
Ο κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων.

Πού ακουμπάνε τα καλά ποιήματα;
Ποια μετριότητα τα ανάστησε με μέγεθος
σκοτεινής κατακρήμνισης;

Μες στο σκοτάδι του chiaroscuro
βλέπω αχνές μορφές
να παραστέκουν
την αμείλικτη λαμπερή σάρκα
που δυναστεύει το πρώτο επίπεδο.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2006

"Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου..."



Άρη Αλεξάνδρου "Το μαχαίρι"

Όπως αργεί τ' ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ' τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.


Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ

σε σένα, "ω Αγία μου"

Η σκοτεινή τοιχογραφία μού αποκαλύφθηκε
όπως κι εσύ
υπήρχες πάντα να με περιμένεις.

Ανεβαίνω τη σκάλα · με τριγυρίζουν
τα μαύρα τελώνια
που χρόνια έτρεφα στη σκέψη μου.

Κάτω βρυχάται το θηρίο –
το απύθμενο πείσμα του
γίνεται φόβος και μέτρο μου.

Κάθε λίγο αναστρέφω το βλέμμα μου
στον ελεύθερο άγγελο
διακρίνω τα χίλια του πρόσωπα.

Νοερά προεκτείνομαι
απ’ την εικόνα
αρχίζω κι εκεί κατευθύνομαι.

Σε ποιον ουρανό ανεβαίνω και πώς
από σκάλα
που ρίζωσε μέσα στο χώμα;

Πάνω ψηλά εσύ με κοιτάζεις
ατάραχη αρχαία πραγματικότητα,
πανίσχυρη νέα συνθήκη.
Ρουμπαγιάτ

Καλύτερα που έφτασες τόσο αργά
Έμαθα πια, δεν ωφελεί πολύ γοργά
Τώρα θα σου χαρίζω πάντα τα φιλιά
Με της ανάσας μου τα πρώτα σύνεργα.

Εσύ μου έχεις δώσει στόμα και μιλιά
Κι έχεις ανοίξει πλώρη μου την αγκαλιά
Να πλέουν πάνω τα βαθιά μου όνειρα
Και να τα κλείνω μέσα με σφιχτή θηλιά.

Παντού σε βλέπω να ’σαι ολόγυρα
Εσύ, μοναδική μου λατρευτή Κυρά,
Μυρίζεις κρίνα, πίστη κι αθωότητα
Κι ας μ’ έχεις ρίξει μόνο σε φριχτή πυρά.

Μακρύ ταξίδι στην αιωνιότητα
Φτάνει το σπέρμα ζωντανό, κοίτα!
Γλιτώνει απ’ της φθοράς τα μαύρα κάτεργα
Μαθαίνει όλα, τα ρητά και τ’ άρρητα.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ


Αιώνες χρόνια μέσα στο νοτισμένο χώμα
αιώνες χρόνια γέννησαν, ιδού, τον άνθρωπο.

Γύρω μου πάντα χόρευαν οι δαίμονες
με το χάιδεμα του λυκόφωτος στους κροτάφους.
Μύριζε ο καπνός απ’ τα καμένα μέλη,
το ποτισμένο (αλήθεια, σε ποιον Νέσσο;) ρούχο
δεν έπαιρνε τις σάρκες – άχρηστες –
μα έφερνε
τη βαθιά, την ανώδυνη μέθη.




Ποιο κρασί
φιλημένο από σένα με κρατούσε στο λήθαργο;
Ποιο νερό,
ποιο ποτάμι με ξύπνησε;
Πού με πας; Σε ρωτώ και φοβάμαι.


από την ανέκδοτη σύνθεση "καινός διαιρέτης"

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ


Βγαίνω λοιπόν απ’ την αρρώστια
έξω, εκεί που πάντα ρέουν τα πράγματα
και δεν με βρίσκουν, μόνο εγώ τα συναντώ
με κόπο
πρέπει τώρα να σκεφτώ πώς ένα τέτοιο ξύπνημα
θα ζήσω δικαιωμένο,
όταν τα όνειρα αφήνουν
απρόσμενο φως στον ορίζοντα
κι αυτήν τη ζωηρή ανάταση δεν θέλω,
δεν αρκεί
να βλέπω στη ματιά των άλλων
τώρα που οι σκιές κρύβονται
κάτω απ’ τα πράγματα
ένα ποτάμι ενώνει
κάτω απ’ τα πράγματα
όπως ανάσα ελεύθερη
(γι’ αυτό εκπνέω πάντα δυνατά στο άπειρο) ποιος
να τη σταματήσει; Απ’ το παράθυρό μου στο παράθυρό σου
μπαίνει στο χώμα, στο νερό, ακάλεστη γίνεται
στοιχείο φυσικό.



Τα λόγια πληρώνουν ένα κομμάτι
του ανεξάντλητου πάντα απείρου.


από την ανέκδοτη σύνθεση "καινός διαιρέτης"

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006


ΜΕΤΑ-ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ


Στην αρχή η θάλασσα ήταν θάλασσα.
Ύστερα έγινε ωραία θάλασσα.
Και πριν χαθεί απ’ τα μάτια σου
έπεσες μέσα της.


Έγινες θάλασσα ή μήπως πάντα ήσουν;


5-3-’06, στη μνήμη της Α.Α.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006



Ανδρέας Εμπειρίκος

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.

"Πουλιά του Προύθου", Ενδοχώρα (1945)
αφιερωμένο στον ποιητή Ηλία Μαργιόλα


Czeslaw Milosz (1911-2004)

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Κύριε, αγαπούσα τη μαρμελάδα φράουλα
Και τη σκοτεινή γλύκα του κορμιού μιας γυναίκας.
Επίσης την καλοπαγωμένη βότκα, τη ρέγγα στο ελαιόλαδο,
Αρώματα, της κανέλας, του γαρύφαλλου.
Λοιπόν, τι σόι προφήτης είμαι εγώ; Γιατί το πνεύμα
Να έχει επισκεφτεί έναν τέτοιον άνθρωπο; Πολλοί άλλοι
Ήταν δίκαια κλητοί και αξιόπιστοι.
Ποιος θα μπορούσε να εμπιστευτεί εμένα; Αφού έβλεπαν
Πώς άδειαζα τα ποτήρια, πώς έπεφτα στο φαϊ,
Και πώς κοιτούσα λαίμαργα το μπούστο της σερβιτόρας.
Έκανα λάθος και το ήξερα. Επιθυμώντας τη μεγαλοσύνη,
Ικανός να διακρίνω τη μεγαλοσύνη όπου κι αν βρίσκεται,
Κι όμως όχι αρκετά, μόνο λιγάκι, προφητικός,
Ήξερα τι είχε απομείνει για τους μικρότερους σαν εμένα :
Μια γιορτή από σύντομες ελπίδες, συγκέντρωση υπερήφανων,
Ένα πρωτάθλημα ραχιτικών, η λογοτεχνία.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 08, 2006

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ
(τα ωραία και τα γυμνά)
Ακούγεται το flower duet από την Lakmé του Delibes.
Οι δυο τους πέρα, στην αρχή του παντός.
Η επαφή μόνο στα μάτια.
Σαν δυο φωνές
που αγγίζουν τα δάχτυλα, τους δείκτες,
(όπως στην τοιχογραφία του Michelangelo στην Capella Sistina)
περιελίσσονται στον αέρα, ενωμένοι στην απόλυτα ουσία.
Αυτή, ένα μωβ χρώμα.
Αυτός, η αχλή που την ακολουθεί.


«Να σμίξουμε θηλυκωτά, σαν δυο ήπειροι»
ηχεί σαν pium desiderium

«Σμιλεύεις της υπομονής μου τα βότσαλα»
κοπιάζω ιδέα να σε συναντήσω


«Άσε με μόνο ν' αγαπάω τη σκέψη σου»

η επιθυμία μεταφράζεται σε παλμό


«Κι αν δε με γέννησες, γεννάς την ελπίδα μου»

κυοφορώ μιαν alma mater


«Τα δάχτυλά σου να μου φράζουν παράδεισο
και τα μαλλιά σου να μετράνε τον άνεμο»

διαλύεσαι στη φύση συντίθεσαι


«Άσε με να σε φωνάζω αγάπη,
όσο το θέλουν τα κλαδιά, όταν σφυρίζει ο άνεμος,
κι όσο της θάλασσας ο αφρός
ταξιδεύει στα μάτια των πουλιών που πέταξαν
εκεί που θάλασσα δεν έχει»

όλα είναι εκεί,
στην αποτύπωση των αισθήσεων λίγο πριν από τη γέννηση
των αισθημάτων



«Έστιβα μες στα χέρια μου λουλούδια,
για νά χω αίσθηση ν’ αναμετρώ με τη δική σου»

μέσα από σένα πια κι οι πέντε


«Ξεφλούδισα το πορτοκάλι
μην το προλάβουνε οι άλλοι»

των ματαίων η μάταιη θέληση


«Σου άνοιξα την καρδιά μου εκατόφυλλη,
για να κρυφτεί η πρωινή δροσιά από τον ήλιο
και έγειρα να κοιμηθώ στης μυρωδιάς σου τον βυθό»

ο αγρός πάντα χλωρός
και αφύλακτος,
αν η ματιά σου αρκέσει


«Ήχοι σμιλεύουν το περίγραμμα του πόθου σου
και της φωνής σου η ηχώ
ασύλληπτη
αγκαλιαστά μου φέρνει πίσω της ύψος των βράχων,
βάθος των νερών, την απαλότητα των φύλλων»

αναμετρώ τα μέτρα γύρω μου


«Ν' αγκαλιαζόμαστε στα αληθόστρωτα
κι ο ουρανός, άδολος μάρτυς της αγάπης μου,
σκύβει χαμηλά,
αφήνει πάνω τα πουλιά να του κρατούν τα σύνορα»

ένωση εκεί
που τέμνονται οι πραγματικότητες


«Που κουβεντιάζω του ανέμου
κι ο άνεμος τα γράφει πάνω στο νερό
κι ο άνεμος τα σβήνει,
για να προφταίνεις μόνη εσύ να τα διαβάζεις»

μυστική συμφωνία στο άπειρο

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

έχεις ποτέ σκεφτεί, αγαπημένη,
πως θες απλά να είσαι ερωτευμένη;
"τα δ' άλλα σιγώ · βους επί γλώσση μέγας βέβηκεν"

Κάπου μια γη με περιμένει
να μπω σαν ρίζα μέσα της, βαθιά
με τις αισθήσεις όλες να ’χουν ενωθεί.
Πότε ν’ ακούω τους τριγμούς των πετρωμάτων
και πότε
την ατέρμονη διάβρωση στο χώμα,
ενώ διακλαδίζομαι τριγύρω αφήνοντας
υγρή ανάσα να ποτίζει
καθώς ποτίζεται.
Τόπος ελάχιστος,
ν’ αναμετριέται με το άπειρο
κι εκεί να γείρω που πολύ περιπλανήθηκα
το σώμα που ακόμα σέρνεται αγόγγυστα
να σμίξει την απόμακρη ιδέα.
Χρόνος περνάει, χρόνος διαιρείται.
Ο δρόμος τελικά μας έφερε
στον τόπο πριν απ’ τον παράδεισο.
3+1 ΧΑΪΚΟΥ 俳句

Ψηλά στα δέντρα
ακροπατεί το βλέμμα ·
ε λ ε υ θ ε ρ ί α !

Έρωτες, πάθη,
σώμα της ματαίωσης,
γυρίστε πίσω !

Δέντρα, του ανέμου
γραφήματα στο χρόνο,
συχνά διαβάζω.

από τη συλλογή ΣΤΙΓΜΑ (2004)

Μίλησε απλά ·
η Ποίηση χορεύει
πάνω απ’ τις λέξεις.

(ανέκδοτο)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 05, 2006

κι ένα Limerick...

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας ποιητής
που έψαχνε στις λέξεις για να βρει το κατιτίς
μα κανείς δεν έβλεπε τον πόνο του
όλοι τον αφήναν πάντα μόνο του
κι έμενε της ποίησής του σκέτος θεατής.


[Τα limericks είναι μικρά πεντάστιχα στιχουργήματα στα οποία ομοιοκαταληκτούν ο 1ος με τον 2ο και τον 5ο στίχο και ο 3ος με τον 4ο. Έχουν συχνά αστείο, αφελή ή περιπαικτικό χαρακτήρα.Πρώτος σπουδαίος τεχνίτης ο Edward Lear (1812-1888)]

EdwardLear
ΣΥΝ-ΕΡΓΟΙ


«του λόγου δ’ εόντος ξυνού
ζώουσιν οι πολλοί
ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν».

Ηράκλειτος


Πόση πραγματικότητα να συμπυκνώσω;
Και ποια πραγματικότητα είναι πιο αληθινή;
Αυτή που ανακαλύπτω με τη σκέψη μου;
Αυτή που στερεώνω με τις λέξεις;
Αυτή που αφήνω – ή κατορθώνω – να ξεγλιστρήσει σ’ εσένα;
Ποιος απ’ τους δυο μας είν’ ο δράστης; Ποιος αποδέχεται;
Το ποίημα το γράφουμε μαζί.
Η αλήθεια διαχέεται αέναα.
Δες – πρόφτασέ την!

(Όταν γράφεις το ποίημα, θεμελιώνεις
ένα οικοδόμημα δίχως τέλος,
αν αυτό θελήσει ο χρόνος).

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ

στον Δημήτρη Μυταρά

–Μας βρίσκει αυτή, λοιπόν; Εμείς δεν την διαλέγουμε;

–Ερήμην μας ορμά, σκληρά επιλεκτική κατά πώς την συμφέρει,
να κάνει σώμα τις ανάσες μας,
όταν χαράζεται η αδηφάγος της απαίτηση
πάνω σε πλήρη αθωότητα.

Κι εκεί που ήσυχα πορεύεσαι σε άγνοια βαθιά, αδιατάρακτη,
πέφτει επάνω σου λυτρωτικό – νομίζεις – φως
και διατρέχει τις πιο κρυφές σου λειτουργίες.
Γίνεσαι έρμαιο μαζί και δανεικός του εαυτού σου –
χρόνια αυτή η ιστορία.
Και νά ’χεις κι από πάνω ενδοιασμούς
“Κάνω καλά;
Μπορώ;
Μ’ αρέσει;”…

Πάνω στ’ αποκαΐδια σου χορεύει θριαμβικά το μέλλον της
κλέβοντας, όλο κλέβοντας.
“Τον άλλο μήνα ήμουν πιο δυνατός,
πέρσι πιο νέος,
φέτος σαν πιο χλωμός”
ασθενικά μόλις που σκέφτεσαι ενώ
βουίζουν στ’ αυτιά σου οι μέρες και σε διώχνουν.

Στο τέλος ο απόηχος του γέλιου της αρκεί πως κάποτε υπήρξες,
έξοχο τώρα λίπασμα της μνήμης.

πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΔΕΛΕΑΡ (τ. 9)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

Elisabeth Barrett Browning

Sonnets from the Portuguese (XLIII)


Με πόσους τρόπους σ’ αγαπώ; Άσε με να μετρήσω.
Μέχρι τα βάθη σ’ αγαπώ που η ψυχή θα πάρει
Μέχρι τα ύψη αθέατη, μέχρι την τέλεια Χάρη
Στα έσχατα της ύπαρξης, όταν πια θα βαδίσω.

Όσο το πιο παραμικρό καθημερνό μου πρέπει
Θα σ’ αγαπώ, στου ήλιου το φως, στο λύχνο που δε σβήνει
Ελεύθερα, όπως πολεμούν για τη δικαιοσύνη
Αγνά, όπως προβάλλουνε πάναγνοι μες στα έπη.

Με τέτοιο πάθος σ’ αγαπώ , όσο αυτό που μένει
Από τη θλίψη την παλιά, την παιδική μου πίστη
Με μιαν αγάπη σ’ αγαπώ που έμοιαζε χαμένη

Σαν τα χαμένα μου ιερά – Με όλη την πνοή μου
Θα σ’ αγαπώ, με κάθε μου χαμόγελο και δάκρυ
Κι αν το θελήσει ο Θεός, και πέρα απ’ τη ζωή μου.



απόδοση στα ελληνικά Γ. Ε. 
gew...



Ο ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ

Ανοίγω τα χέρια μου
στις χαρακιές των δυνάμεων
και βρίσκω στο δρόμο μου
εντός μου ανατολή.

Με το ελάχιστο και αύρα μου τις λέξεις
πορεύομαι ψάχνοντας
άπιαστο άνθισμα.


από την ανέκδοτη σύνθεση "καινός διαιρέτης"