Κυριακή, Απριλίου 26, 2009

στον Γ. Ρ.


Μα μήπως και τα χρόνια που δεν σε γνώριζα
μια εξορία δεν ήταν; Τώρα πια
πολιτογραφήθηκα ενάρετος στη βασιλεία σου.
Υποτάσσομαι και νομιμοφρονώ.

Μ’ έδιωξαν σε πολλές εξορίες. Χειρότερη ήταν
ανάμεσα στους ανθρώπους.
Να μην ακούν ούτε τον ψίθυρο ούτε το ουρλιαχτό.
Εγώ να φωνάζω στα κύματα, να ασκώ τη φωνή μου
για το ανεπίδοτο. Μάτωνα ελπίδα, ο φόβος μου
υπερνικούσε τα απίστευτα.
Ήμουνα πλέον ένας ατόφιος ήρωας. Κανείς
δεν έπρεπε να ξέρει, ούτε οι προστάτες ούτε οι δήμιοι,
πως έκλαιγα τις νύχτες κάτω απ’ το πρόσωπο του αλώβητου,
πως κράταγα υπομονή με σαπισμένα δάχτυλα
– ευτυχώς, αντί για την ψυχή μου. Ώσπου ήρθες εσύ.
Ωραίος πρίγκιπας , κι ωραίος πάει να πει στην ώρα του.
Είχα επιτέλους μιαν εικόνα να κοιτάζω,
τόσο που είχα ξεχάσει πια για χρόνια τη μορφή μου.
Ολοκάθαρο κάτοπτρο με το είδωλό μου να του μοιάζω,
κάποιον να με θαμπώνει.
Πήγαινα πίσω απ’ την επίπεδη επιφάνεια, τη γυαλιστερή,
για να σε βρω – πουθενά. Εσύ φανερωνόσουν
μόνον όταν σε κοίταζα κατάματα, για θαυμασμό
ή για αναμέτρηση.

Πέμπτη, Απριλίου 02, 2009

ΔΥΟ ΠΟΤΑΜΙΑ


d. F.

Δύο ποτάμια έσμιξαν
-άκου τον παφλασμό-
κι ύστερα πάλι χώρισαν,
έτσι έπρεπε να γίνει.
Ίσως ξανά δε φτάσουνε
στον ίδιο οργασμό,
όμως από το σμίξιμο
κάτι έμελλε να μείνει.
Κοίτα ασημένια αφρόψαρα!
Μενεξεδιά πουλιά!
που κολυμπούν και παίζουνε
τριγύρω απ' τα νερά τους!
Μη μου ζητάς ποτέ να πω
το πώς και το γιατί,
το λιγοστό που απόμεινε
απ' τη σβηστή χαρά τους...