Ναι!
Συναίνεσε ο Χρόνος
Έτρεξε βήμα με ταχύτητα την πιο μικρή σου σκέψη,
Ευλογημένη διατάραξη,
Πάντοτε ζούσες να την περιμένεις
Χρόνια
Γυρίζοντας
Στο ίδιο σημείο πάντοτε βρισκόσουν, της αρχής
Του τέλους
Ο μίτος ένας κύκλος δίχως κόμπο.
Ναι!
Όχι, δεν είπες όχι, στον κρατημένο χώρο για το ναι
Έσκαψες να συλλάβεις σώμα
Που ακόμα ούτε μορφή, ούτε όνομα, μόνο το άγγιγμά του νιώθεις
Και το ξέρεις που σώμα σου έγινε.
Ήρθε να σε βρει
Σαν πάντα ανέτοιμο,
Σαν πάντα ολάνοιχτο στρωμμένο χώμα κάτω από μετεωρισμό
Να γέρνουν οι αγαπημένοι ν’ αναπαύονται στις σκέψεις που ζέσταινες
Αν και σε τόπο ξένο, εχθρικό πριν απ’ τη σύλληψη.
Όμως να,
Ακούγεται φωνή αναπάντεχη ώρα
Όπως ερχόταν καθαρή απ’ το πάντοτε
Κι έκλεινε πίσω σου σταυρώνοντας τις πόρτες
Όρθια, μες στον άνεμο πατώντας πάνω, κραταιά ως αιωνιότητα.
Έτσι βουβά, όπως γυρίζεις το βλέμμα,
Γύρισε ο κόσμος.
Και τώρα οι δυο μας Εγώ
Κι ανάμεσα
Μεταίχμιο κορμί που πάνω του φιλιά δαγκωματιές γράφω ποιος είμαι.
Ο πολύς, ο ατέλειωτος χρόνος
Απλώνεται
Σαν γενέθλια μέρα
Δίχως τέλος ορθώνεται γύρω σου
Μ’ ανοιχτές τις παλάμες ορίζοντα
Καρφωμένος σαν κέντρο από δρόμους φυγόκεντρους
Ξυπνούσες και κοιμόσουν με σύμβολο στα δυο σπασμένο μισό όνειρο
Τ’ άλλο μισό ψάχνοντας να συμπληρώσεις ανάγλυφα πρόσωπα άγνωστα
Μέλλον σου, πώς μπερδεύεται τώρα παρόν!
Ξαφνική, κατακόρυφη ανάληψη ως τον τόπο που σου ’λαχε
Πάνω σε γραμμές τραβηγμένες
Όταν πολύ πριν γεννηθείς εκείνος έλεγε
Και έκλαιγε πικρά
Μην και χυθεί απ’ τις παλάμες το φως το τρεμάμενο
Ακυρίευτο τον αφήνει και έρχεται, τώρα φως σου.
Έγινε κρίκος σφιχτός στο λαιμό και στη γλώσσα
Η αλήθεια συμπύκνωση έξω απ’ το σώμα σου
Που με μόχθους πολλούς, με ζητώ, ό,τι απέμεινε
Απ’ τα άνυδρα φρέατα, απ’ τα όνειρα τα ξερικά
Τη δροσίστηκες.
Ναι λοιπόν!