Τρίτη, Μαΐου 29, 2007

Η γιαγιά μου η Πόλη

Μικρή έπαιζα με τα τουρκάκια. Ο τούρκικος μαχαλάς δύο βήματα απ’ τον δικό μας. Η μάνα μου είχε φιλενάδες από κει. Κάθε Τετάρτη ερχότανε μια φραντσέζα, η μαντάμ Μαρί, όνομα ίδιο με το δικό μου, και μου μάθαινε γαλλικά. Όταν κατεβαίναμε στην προκυμαία στη Σμύρνη βολτάριζα με τ' αδέρφια μου μέχρι το Σπόρτε Κλου. Όμορφα χρόνια.
Μεγάλωνα και μεγάλωνε το κακό. Σαν κοντοζύγωσε, ένας Τούρκος, φίλος του πατέρα μου, «Προχώρα μπροστά, Παναγιώτη, και θα σου λέω» του είπε. «Πάρε τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου και φύγετε. Θα γίνει μεγάλη σφαή». Ο πατέρας μου, Θεός σχωρέστον, άκουσε. «Στέλλα», είπε, «να φύγετε». Θα έρθω κι εγώ γρήγορα.

Στο μεγάλο κακό κρυφτήκαμε για δυο μέρες στο σπίτι μιας άλλης φραντσέτζας. Καμίλ τη λέγανε. «Στέλλα, πάρε ό,τι θέλεις», είπε στη μάνα μου. «Το σπίτι όλο δικό σου». Και τι πήρε η μάνα μου; Ένα ψαλιδάκι «Για να κόβω τα νύχια των παιδιών μου», είπε. Βγήκαμε στη Μυτιλήνη. Πείνα. Δίψα. Κάτι πατριώτες τραγουδούσανε και χορεύανε. Να ξεχαστεί το κακό. «Κερατά Κεμάλη!». Φωτιά περάσαμε. Λίγο το ’χεις; Από λίγες βδομάδες ήρθε κι ο πατέρας μου. Μείναμε στον κήπο μαζί με όλους τους άλλους, Ύστερα περάσαμε στον Περαία. Μείναμε στη γουρουνόμαντρα. Βρωμιά, αλλά την παστρέψαμε. Ένας τοίχος να προσευχηθείς και να αλλάξεις, να λατρευτείς.

Στους εφτά μήνες απάνω πέθανε ο πατέρας μου. Ζωέμπορος, ασυνήθιστος, έπιασε οικοδομή. Κρύωσε, λέγανε. Αρρώστησε. Θεός σχωρέστον. Δουλέψαμε όλοι. Εγώ δούλεψα στου Ρετσίνα. «Κι από βουργαρίτσα καλύτερα δουλεύεις», έλεγε ο μουσιού Όττο, ο επιστάτης του αφεντικού. Τα μεσημέρια κοιμόμουνα πάνω στα χέρια μου απ’ την κούραση.


Τον Κωστάκη τον ηξέραμε από το Κορδελιό. Απέναντι απέναντι ήντουστε τα σπίτια μας. Όταν έγινα δεκαεφτά έστειλε η μάνα του, Στέλλα κι εκείνη, και με ζητήσανε. "Πιπερλή" με έλεγε. Για τη φωτογραφία του αρρεβώνα μας έβαλα τα δανεικά παπούτσια της νύφης μου και κοκκινάδι στα μάγουλα. Το ’θελε ο φωτογράφος.

Γέννησα και ανάστησα τέσσερα παιδιά. Δυο αγόρια δυο κορίτσια. Ο Κωστάκης στην οικοδομή. Εγώ στο σπίτι. Καλή γειτόνοι. Το σαράντα πήγε στο μέτωπο. Είχα τα δυο κορίτσια. Πήγα να τρελαθώ. Πέρασε. Πουλήσαμε τα πάντα. Μετά οικοδομή. Χτίσαμε, ζήσαμε. Παντρέψαμε τα παιδιά, ανάστησαν άλλα.


Ζω ανάμεσα στα παιδιά μου. Περνάω καλά, δόξα τω Θεώ. Τρώμε όλα τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ. Τον Κωστάκη τον χάσαμε. Από καρκίνο. Έκλαιγα μέρες (έκλαιγα νύχτες που δε με βλέπανε).

Ένα πρωί ήρθε αυτός, ο Μεχμέτ, ο θάνατος, πώς τον λένε; Μάιος ήτανε. Από την κερκόπορτα μπήκε. Με παίδεψε. Λίγο. Αντρειεύτηκα. Ήμουν συνηθισμένη. Κι ένα βράδυ, στις είκοσι εννιά, με νίκησε, με πήρε. «Η πόλις εάλω». Τώρα μονάχα με θυμούνται. Λίγο το ’χεις;


στην Μαρίτσα, τη γιαγιά μου, που έφυγε μια τέτοια μέρα. Έφυγε;

19 σχόλια:

Mh Xeirotera είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Ανώνυμος είπε...

Υπεροχο αγαπητε.

Ανώνυμος είπε...

Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη, και τότε είναι μια λέξη αληθινή, αν επιμένει στη συνάντηση (Γ. Ρίτσος)

just me είπε...

Κανείς δεν "φεύγει", αν τον θυμόμαστε, πολύ περισσότερο αν κάποιος τον θυμάται(και τον θυμίζει) με τον τρόπο και τις λέξεις ενός τέτοιου κειμένου.

scalidi είπε...

Εδώ ανάμεσά μας είναι και σε διαβάζει, Γιάννη. Πανέμορφο κείμενο φόρος τιμής στο παρελθόν που ζει στα κύτταρά σου... Να είσαι καλά να γράφεις πάντα τέτοιας φόρτισης κείμενα.

NinaC είπε...

Υπέροχο, Γιάννη μου! Και η δική μου η γιαγιά "ήρθε από τη θάλασσα, από την Ιωνία".

Mh Xeirotera είπε...

Kalhmera :)

Θ. Βοριάς είπε...

Ξεμάκρυνε το πλοίο,
χάνεται η Πόλη…
Χάθηκε η Πόλη!

Συννεφιασμένη η καρδιά μας
ταίριαξε με τη θάλασσα του Μαρμαρά.
Στο "Λάλελι" οι αχθοφόροι
ξαναφορτώνονται
τους θρύλους, τα όνειρά μας.

Στ’ ανοιχτά, κάπου στα Πριγκιπόννησα,
οι σκέψεις, θαλασσοπούλια
επιστρέφουν στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς…
Την Πόλη δεν την αφήνεις έτσι εύκολα,
η Πόλη έτσι δεν ξεχνιέται!

Ανώνυμος είπε...

Απ' το νωρίς διαβήκαμε στο αργά
χωρίς άλλο ενδιάμεσο
παρά μια νύχτα (Α. Δεκαβάλλες)

Χρήστος Φασούλας είπε...

Απλό, όμορφο, γλαφυρό...
Μια χαρά εισήγηση θα 'ταν για χθες, Γιάννη. Ασύγκριτα καλύτερη απ' αυτήν που... υποστήκαμε!
Την καλησπέρα μου :)

marilia είπε...

Όμορφο κείμενο!

ellinida είπε...

Εχεις το στίγμα σε ότι ασχοληθείς, το ξέρεις. :)

MARIA ANDREADELLI είπε...

Τελικά, η μισή μας ανάσα είναι από τις αλησμόνητες πατρίδες και εκεί έχει μείνει.
Μπορεί να «έφυγε» μαζί με την Πόλη, όμως έμεινε στις καρδιές εκείνων που αγάπησε και την αγάπησαν, όπως και Εκείνη.
Πολύ συγκινητικό κείμενο. Μεγάλη δύναμη λόγου!

industrialdaisies είπε...

Με την μία γιαγιά μου είχα άλλη σχέση, ιδιαίτερη, πιο δική μου και και μέσα μου βαθιά ριζωμένη από οποιαδήποτε άλλη σχέση...

Με συγκίνησε το κείμενο. Και για το σεβασμό του, και για την αγάπη του και για το ερώτημα που κρέμεται στο τέλος αισόδοξα... Ανάλογα τη διάθεσή μου απαντώ σε αυτό το ερώτημα πάντα. Άλλοτε λέω πως έφυγε. Κι άλλοτε πως όχι, είναι εδώ, με ακούει, με συμβουλεύει και με χαϊδεύει...

ioeu είπε...

Αγαπητέ Χρήστο,
ασφαλώς αναφέρεσαι στην εισαγωγική τοποθέτηση του γραμματέα...
ε, έτσι είναι τα τελετουργικά...
Η κυρίως εισήγηση, όμως, από τον Μουλλά σούπερρρρρρ!!!
Έχασες που αποχώρησες.
Και οι φωνές των ηθοποιών καταπληκτικές!
(Η Λεία ... έκανε τα μαγικά της, όπως το συνηθίζει...)

Ανώνυμος είπε...

If it be your will
that I speak no more
and my voice be still
as it was before
I will speak no more

Χρήστος Φασούλας είπε...

Του Μουλλά ήταν όντως σούπερ η τοποθέτηση -όση τουλάχιστον πρόλαβα. Το ξέρω ότι έχασα -τα είπαμε και με τη Λεία την άλλη μέρα- αλλά δεν είχα, δυστυχώς επιλογή.
Χάρηκα που σε γνώρισα και θα χαρώ να τα ξαναπούμε σε πιο ευνοϊκές συνθήκες!
:)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ είπε...

Ναι οι γυναίκες της ζωής μας είναι οι φορείς της ιερής μας παράδοσης, που ξέρουν να μας λαμπαδιάζουν και να μας την μεταλαμπαδεύουν

Ανώνυμος είπε...

Υπεροχος .... Ταξιδεψες το νου μου στη δικη μου γιαγια....Μια πορνη ουκρανη απο την Οδησσο , ηταν , που την αγαπησε ο παππους ο Ιωσηφ γιατι γεννησε το παιδι του και την επεισε να ερθει μαζι του στην Ελλαδα (εκουσια εκπατρισθεντες)....
Δεν μιλουσε σχεδον ποτε...Περνουσε τον καιρο της , καρφωμενη στο παραθυρο αγναντευοντας τον δρομο....Νομιζε πως αν τον ακολουθουσε θα την ξαναβγαζε στην πατριδα της . Δεν ηταν ανοητη....απλα νοσταλγουσε εντονα τα ...χωματά της...
Υπέροχος....