Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2007




"όλα εξαρτώνται από το πόσο αντέχουμε"


Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2007

16-11-2007

απόψε ξαναδιάβασα το ποιητικό βιβλίο "στο σκοτάδι μετέωρος" του Γιώργου Λίλλη. είχα καιρό να βρεθώ σε αυτή τη διάθεση. νωρίτερα είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. μετά έγραψα την πρώτη "αντίστιξη". νομίζω του το χρωστάω. δεν ξέρω πού θα οδηγήσει, ποια τελική(;) μορφή θα πάρει. ανακουφίστηκα όμως. κάποτε πρέπει να αποκρυσταλλωθεί αυτό που τριγυρίζει στο μυαλό μου για τόσους μήνες. άλλωστε, κάτι χειροπιαστό πρέπει να έχω για να το αλλάξω! κάθε φορά, σε κάθε νέα επεξεργασία ένα μικρό κομμάτι του απείρου φανερώνεται. δεν είναι λίγο. κάποιες φορές μοιάζει να είναι το απόλυτο. τουλάχιστον σε ό,τι εγώ αναζητώ. όπως και να 'χει, όλο και πιο πολύ καταλαβαίνω ότι έξω απ' τη θάλασσα δεν υπάρχει αναπνοή.

ακούω και πάλι τα "σκίτσα". κάθε φορά μού αποκαλύπτονται όλο και πιο δυνατά.

Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007

τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου...

Χθες το βράδυ (5/11/2007) ο «καινός διαιρέτης» επαληθεύτηκε ξανά. Διαίρεσε τον χρόνο στα δυο. Σήμερα είναι η μέρα «μετά». Όλα διαφορετικά. Κι ένα καινούργιο αύριο, χαρούμενο, αισιόδοξο, επώδυνο ανοίγεται μπροστά. Επιτέλους τώρα φεύγει πια από μένα κι αρχίζει τον δρόμο του. Τώρα τα μάτια και τ΄ αυτιά ανοίγουν. Βαδίζω πια ελεύθερα. Αναπνέω διαφορετικά. Πρέπει να είναι διαφορετικά. Πώς αλλιώς; Μέσα από σκοτεινή κατακρήμνιση ακούγονται μακρινά, θολά, αδέξια τα χρώματα του αύριο. Κι η μοίρα ανελέητη. Να τα ακολουθήσεις. Να τα ξεδιαλέξεις. Μέσα από πέτρες κι από χώματα να βγει η μαγική μουσική κι ο απόλυτος αιθέρας. Στο φως.

Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου

τη Χρύσα Αλεξοπούλου
τη Λεία Βιτάλη
την Ελένη Γκίκα
τον Γιώργο Γλυκοφρύδη
τον Δημήτρη Μαμαλούκα
την Αγγέλικα Παπανικολάου
και τον Βασίλη Ρούβαλη

που με τίμησαν με την παρουσία τους, τις έξοχες αναγνώσεις τους και τα θερμά σχόλιά τους.

Ευχαριστώ τον Ορέστη Ζαφειρόπουλο για τις εξαίσιες μουσικές που συνέθεσε και ερμήνευσε για τον «καινό διαιρέτη».

Ευχαριστώ από καρδιάς κι όλους τους φίλους που μοιράστηκαν τη συγκίνηση της βραδιάς μαζί μου.

Ευχαριστώ τους φίλους που, αν και βρίσκονταν μακριά, μου έστελναν την καλή τους ενέργεια.

Θερμές ευχαριστίες στους δυο οικοδεσπότες της εκδήλωσης, τον κύριο και την κυρία Σερέζη που άνοιξαν τον φιλόξενο χώρο της γκαλερί «ΑΡΓΩ» για ν΄ ακουστούν τα λόγια του «καινού διαιρέτη».

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Η ποίηση γράφεται μέσα στη σιωπή. Από εκεί ξεκινά κι εκεί επιστρέφει. Ο «καινός διαιρέτης» φεύγει πια από μένα. Δικός σας τώρα. Λάβετε φάγετε…

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2007

Νεφέλη - Αργώ

διάβασα:

η Νεφέλη έδωσε το χρυσόμαλλο κριάρι για τη διαφυγή και τη σωτηρία

η Αργώ ξανάφερε το χρυσόμαλλο δέρας πίσω στην πατρίδα

πόσο γλυκά σμίγουν οι μύθοι κι η ζωή μου...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 04, 2007

αργώ







αργω(ναυτης)







Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007

καινός διαιρέτης

Ρωμανού του Μελωδού μνήμη και αγάπη...


σαν άλλος ιάσονας πάνω στην αργώ όλοι οι αργοναύτες έτοιμοι η θάλασσα, άλλωστε, πάντα με περιμένει νωρίς το πρωί σκέφτηκα πως η λέξη αργώ ξεκινάει με ένα α και τελειώνει με ένα ω. Λες;






21 Σεπτεμβρίου 2006 -

21 Σεπτεμβρίου 2007







οπισθόφυλλο





η χαρά,

όταν μοιράζεται με φίλους,

γίνεται διπλή



Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2007

εν αναμονή... (ένα μεγάαααλο ποστ που γράφτηκε ανάποδα)






ET IN ARCADIA EGO







Το πρώτο γράμμα της σιωπής.

Όλα πια έχουν ειπωθεί.





τίποτα δεν υπήρξε,

αν δεν έγινε μνήμη.

κι αν ξεχαστεί,

θα πει πως δεν υπήρξε;

η φρίκη, όταν ξεχνιέται,

τρυπώνει στα όνειρά μας...



χρόνος περνάει,

χρόνος διαιρείται.

ο δρόμος

τελικά μας έφερε

στον τόπο

πριν απ’ τον παράδεισο.

ες της μουσικής που ακούγεται








Μάνη, Οχιά,

ο περίκλειστος παράδεισος...

(καινός διαιρέτης, σελ. 37 και 54 - ως όφειλα...)






έτσι τον άφησα την Παρασκευή το μεσημέρι τον παράδεισο...

με στεγνωμένα χείλη και μια γύρω καταχνιά.

τώρα απ' τις πικροδάφνες έμεινε να φυτρώνει μόνο η πίκρα...








υπάρχουν, νομίζω, δυο λογιώ ποιητές:



αυτοί που χρησιμοποιούν την ποίηση



κι αυτοί που η ποίηση τους χρησιμοποιεί.



καλύτεροι ποιητές είναι οι δεύτεροι.












στον κατάλογο μπήκε... (εξαιρετικό το νέο site!)



από τον βιβλιοδέτη να δούμε πότε θα βγει...














ΔΙΑΚΟΠΗ ΓΙΑ...ΔΙΑΚΟΠΕΣ



για τρεις εβδομάδες...



στη θάλασσα μαζί,



που λέει και το τραγουδάκι.



μετά, πάλι εδώ μαζί.



ελπίζω και μαζί



με τον καινό διαιρέτη μου,



που για μένα έχει γίνει πια "παλιός"



- πώς αλλιώς; -



(αλλιώς τα είχα υπολογίσει, αλλιώς ήρθαν. αυτό το ποστ ξεχείλωσε πολύ. μου πικράθηκαν τα χείλη. περίεργο ήταν. χαρά και λύπη, λύπη και χαρά. πάντα έτσι ήταν, πάντα έτσι θα 'ναι. είναι καλό καμιά φορά να περπατάς πλάι στον θάνατο. να τον περιγελάς ακόμα καλύτερο, αν έχεις τη δύναμη. αλλιώς, τον ημερώνουν για σένα κάποια αστέρια. καληνύχτα μικρή μου. δικό σου. ψιθυριστά)












άτιμε βιβλιοδέτη!



μου 'σφιξες το λαιμοδέτη...



(πάνε κι οι βιβλιοδέτες διακοπές???!!!)




επέστρεψα κι ακόμα δεν



κι όμως καθόλου λύπη



εκεί ο χρόνος είχε σταματήσει



κι ο άγγελος μου ψιθύρισε να ξέρω να περιμένω



την αλήθεια





(πόσες φορές, αλήθεια, πεθαίνει κανείς;)










Θα καρώ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων



Σεμνά θα υπηρετώ την τάξη των πουλιών



Στον όρθρο της Συκιάς από τις νύχτες θα 'ρχομαι



Κατάδροσος να φέρω στην ποδιά μου



Το κυανό το ρόδινο το μωβ



Και τις γενναίες του νερού ν' ανάβω



Σταγόνες ο γενναιότερος.



Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί, ια΄



όταν επιστρέψω απ' το περιβόλι,



ύστερα από πέντε μέρες,



θα το κρατήσω επιτέλους στα χέρια μου.





(έφυγες στο 99.



κι εγώ που σκόπευα να γιορτάσω στα 100.



τώρα τι και γιατί;



αν η μνήμη είναι -και είναι- μια άλλη πραγματικότητα,



είσαι πάντα εδώ.



στα λόγια διάχυτα



την ευλογία σου κοινωνώ.)








ήσουν αστέρι και ξανάγινες...




















Get this widget Share Track details













μόνο λυπάμαι



που δεν πρόλαβα...



μα χαίρομαι



που πρόφτασα τουλάχιστον...



(αντίο, μικρή μου. να μου φιλήσεις τ' άστρα...)
















αν κυλήσω



στο σύμπαν της σκέψης σου



ευθύγραμμα,



σαν νετρίνα,



θα ’χω τη βέβαιη γνώση



των διαστάσεων



της αγάπης μου;




(στην φίλη

που κρατάει καλή συντροφιά στην προσμονή μου)












άγγελε ελεύθερε,



να μου το προσέχεις...






















κι ενώ ζω με την αναμονή, ο καινός διαιρέτης εμφανίστηκε εδώ. δεν ξέρω, να χαρώ που συγκίνησαν κάποιοι στίχοι ή να λυπηθώ που έρχονται να γίνουν απάντηση σε κάτι τόσο θλιβερό; γεννήθηκαν από μεγάλο πόνο και τώρα ντύνουν έναν άλλο... πάντα έτσι ήταν. πάντα έτσι θα 'ναι. όπως και να 'χει το αναπάντεχο μου θύμισε ότι η ζωή έρχεται να επιβεβαιώσει, να αντιγράψει καμιά φορά με τον πιο άσχημο τρόπο την τέχνη. είναι περίεργες οι μέρες και ανάκατα τα συναισθήματα. συμπαθάτε με...






έτοιμο το



εξώ

















[και επτά ποιήματα



από τον καινό διαιρέτη



στο (.poema..) του Βασίλη Ρούβαλη]





Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2007

Τρίτη, Ιουνίου 26, 2007






Ο χρνος διαιρείται αμετάκλητα κατά τη σύλληψη.



Διαιρείται και με την έκδση;



Το χτες πάντα χτες πια.



Αδημνώ


και


Ωδίνω.



Κυριακή, Ιουνίου 24, 2007

Τα επίθετα
πρέπει
να γεννούν
λειτουργίες,
όχι να τις περιγράφουν.

Τρίτη, Ιουνίου 19, 2007

χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου

Στη θέση αυτή με έφερε ένας παρολίγον πνιγμός. Ένα πρωί οδηγώντας. Και το αμείλικτο μωβ πίσω απ' το γκρίζο. Δεν υπήρχε παρά μόνο ένας δρόμος να τον περπατήσω. Δεν δίστασα. Ευτυχώς.

Τώρα κάθε μέρα ακούω τη βαλβίδα να ξεφουσκώνει. Λίγο λίγο. Ισορροπείς. Αδύνατο να επαναληφθεί ο πνιγμός. Κι ο πνιγμός μόνο θα φέρει τη γέννηση. Ως πότε? Και γιατί?Αυτό που μόνο θέλησες ακέραιο θα παραμείνει έτσι για να θυμίζει όσα είσαι.

Για λίγο ακόμα. Μέχρι την ώρα εκείνη τη μεταιχμιακή ανάμεσα στο πριν και το μετά. Πεθαίνεις και γεννιέσαι. Αδημονώ. Αποζητώ το τέλος που θα αφήσει το μυαλό μου ελεύθερο. Και τότε ξένο θα το κοιτάζω όπως το φίδι το δέρμα του.

Μην λυπηθείς. Εσύ που τόσο με βασάνισες, άφησέ μου τουλάχιστον την πλησμοσύνη του μηδενός.

Σάββατο, Ιουνίου 16, 2007

Άρης Κουτρουλής, "ελληνική σουίτα" / Aris Koutroulis, "greek suite" (1963)

παιδί στα δεκατρία και πώς να κουβαλήσεις μια πατρίδα; πώς να χωρέσει ένας τόπος, όγκοι των βουνών, δροσιά του ανέμου κι αλμύρα της θάλασσας μέσα σε στριμωγμένες αποσκευές; οι άνθρωποι; οι φίλοι; οι αγάπες;

κλείνονται όλα σε ένα δοξαστικό Ω, σε ένα ερωτικό Θ, χαϊδεύουν την καμπύλη στη ράχη ενός αγγείου κατρακυλώντας μέσα σου...

πατρίδα είσαι εσύ κι η σκέψη που ζέσταινες για χρόνια, η αλήθεια που κυοφόρησες μέχρι να γεννηθεί η αθωότητα...








Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

αντίστιξη (αυτό το ποστ θα κρατήσει καιρό, θα μεγαλώνει σαν την κοιλιά της εγκυμοσύνης μου)

στην Πηγή, εξακολουθητικά
επιτέλους, νομίζω με βρήκε (ποτέ δεν λέω το βρήκα)
ήρθε όπως πάντα
αναπάντεχα
ξεκινάμε λοιπόν...
δύο, τρία χρόνια? όσο τραβήξει
έτσι ξανά
ευτυχώς
είναι θολό ακόμα
σαν τον τεχνίτη
σαν τον μεταλλωρύχο
σαν τον πυροτεχνουργό
Ιούνιο μήνα
έτσι κι αυτό που μόλις φεύγει
σήμερα ανάσα
μύρισε
φθινόπωρο μέσα στο καλοκαίρι
τρία χρόνια
έτσι λοιπόν μεγαλώνω?
μέσα απ' τα ποιήματα?

αντίστιξη Νο 8 (πρώτη όπως και το σκίτσο, λές πυρήνας?)
θα λέει:


Αυτό το ποίημα θέλει να πει το τραγούδι της Α.
ψάχνω για την αντίστιξη στα λόγια

όποιος ξέρει από αντίστιξη στη μουσική

ας βοηθήσει.

πρέπει, πριν γράψω, να διαβάζω μια σελίδα ζωή, μια σελίδα αποκωδικοποίηση...

πρέπει να ξαναμπώ στα λόγια κι είναι τόσο επώδυνο

και, μα την αλήθεια, λίγα θυμάμαι πια

23-1-2005

τα σγουρά της μαλλιά δίπλα στα πλήκτρα

το κορμί του όρθιο να στηρίζει τη φωνή μου και τα απέναντι μάτια να τα κοιτάζω που με κοιτάζουν να τα κοιτάζω...

ένα χαμόγελο μέσα απ' τις νότες

γι' αυτό λοιπόν γράφω ποίηση?

γι' αυτό.

Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2007

Η κρυμμένη υποθήκη του Δημητρίου Μαμαλούκα

Είχα τη χαρά και την τιμή να μιλήσω χτες (10/6) για το βιβλίο ενός φίλου (πλέον).
Η ατμόσφαιρα ήταν εξ αρχής θετικά φορτισμένη. Οι φίλοι διασταύρωναν την καλή τους ενέργεια και το κοινό παρακολουθούσε υποψιασμένο και δεκτικό. Τα κύματα έρχονταν ολόθερμα από παντού. Δίπλα μου η Composition Doll με αφοπλιστικό χιούμορ, ο Nuwanda με την σιγουριά του από καιρό φίλου του συγγραφέα, ο Librofilo με τη στέρεη γαλήνη του βιβλιόφιλου, και η alef, η απόλυτη οικοδέσποινα (επιβεβαίωσε για μιαν ακόμη φορά την άποψή μου: η ευγένεια είναι μια ιδιότητα σχεδόν μοιραία...).
Ο Δημήτρης, φανερά συγκινημένος. Το έχω ζήσει και το ξέρω. Γίνεσαι όλος φως, όλος αγάπη κι όλος νομίζεις πως σε αγγίζουν μάτια κι αισθήματα.
Και πόσο σαν από χρόνια φίλος! Μέσα από τα blogs (αλήθεια, τι σχέση μπορεί έτσι ξαφνικά να γεννηθεί μέσα απ' τα blogs, μέσα από την "αποδιοπομπαία" τεχνολογία) και μέσα από τη λογοτεχνία (αδιάσειστη και κραταιά πάντοτε η εξουσία της).
Η εισήγησή μου...
στον Δημήτρη, δικαίως...

Δημήτρη Μαμαλούκα, Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, Αθήνα 2007, εκδ. Καστανιώτη

Κυρίες και κύριοι,

Τον Δημήτρη τον Μαμαλούκα δεν τον γνωρίζω προσωπικά.
Δεν τον γνώριζα, τουλάχιστον, μέχρι απόψε.
Επίσης δεν έχω διαβάσει όλο το προηγούμενο λογοτεχνικό του έργο.
Συνεπώς, έχω την πολυτέλεια να είμαι απολύτως…ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ.

Στη σημερινή παρουσίαση προσκλήθηκα με την ιδιότητα του…θύματος του Δημητρίου Μόστρα, ή μάλλον του Δημητρίου Μαμαλούκα.
Εξηγούμαι.


Τον Δημήτριο Μόστρα είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω μέσα από ένα φιλικό μέιλ που έλαβα από τον συγγραφέα λίγες μέρες πριν από την έκδοση του βιβλίου.
Ήμουν από τους πρώτους που το αγόρασαν και, θα τολμήσω να πω, ο πρώτος που το διάβασε (εξαιρώ την banda mamalouka, τους φίλους του που πιθανόν το είχαν διαβάσει νωρίτερα).
Πρώτη εντύπωση: το υπέροχο εξώφυλλο. Αλλά αυτό το είχα δει και στο μπλογκ που διατηρεί. «Τα εύσημα στον επιμελητή εξωφύλλου!», σκέφτηκα.
Δεύτερη εντύπωση (στα κρυφά, γιατί όποτε το κάνω μέσα σε βιβλιοπωλεία με κοιτάζουν περίεργα): χαρτί και μελάνι…μυρίζουν υπέροχα!!! (βιβλιοφιλικό γάρ το θέμα του Μόστρα…)

Φτάνω στο σπίτι μετά από μια σαββατιάτικη εξόρμηση στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Ζέστη, κόπωση, λίγο φαγητό, κάθομαι να το χαζέψω. Κι εκεί, αρχίζει το…έγκλημα. Ο Μαμαλούκας, ο άγνωστός μου συγγραφέας Μαμαλούκας με αρπάζει εξ απήνης!!!
Συνεχίζω τα κεφάλαια το ένα μετά το άλλο χωρίς να μπορώ να διακόψω το διάβασμα. Κάθε φορά που επιχειρούσα να εγκαταλείψω το βιβλίο, νά σου στο τέλος του κεφαλαίου ένα «κλείσιμο του ματιού», μια προσήμανση, από αυτές που τινάζουν στον αέρα την ευθύγραμμη αφηγηματική ροή. Και μαζί και τα νεύρα σου! Γιατί ο Μαμαλούκας ξεδιπλώνει το νήμα της αφήγησης γνωρίζοντας πολύ καλά τα αφηγηματικά τρικ που θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον σε ένα λογοτεχνικό αφήγημα, πολύ περισσότερο σε ένα αφήγημα που χαρακτηρίζεται από το σασπένς. Γρήγοροι ρυθμοί, κοφτοί διάλογοι, κινηματογραφική ροή, έξοχα μονοπλάνα…

Επιτέλους το απόγευμα αναγκάστηκα να διακόψω για να πάω τα παιδιά μου μια βόλτα (σαββατόβραδο, βλέπετε) αλλά, λίγα πράγματα! επιστροφή γρήγορα! και βιβλίου συνέχεια!

Θέλω να εξηγηθώ από την αρχή. Η αστυνομική λογοτεχνία, η θριλερίστικη, δεν είναι από αυτές που με συγκινούν ιδιαίτερα. Γι’ αυτό και ξεκίνησα το βιβλίο κάπως επιφυλακτικός. «Αυτό δεν είναι ένα απλό θρίλερ», σκεφτόμουν όσο προχωρούσα στο διάβασμα, «αυτό είναι ένα ολοκληρωμένο ψυχογραφικό μυθιστόρημα με μια κοφτερή ματιά πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά». Το έγκλημα και το σασπένς είναι απλώς η συμβατική ακρότητα που αναδεικνύει συμπεριφορές και χαρακτήρες.

Να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Ο Μαμαλούκας ξεκινά βάζοντας ένα μεγάλο στοίχημα. Απλώνει τα αφηγηματικά του νήματα, τα πολλά αφηγηματικά νήματα. Σιγά σιγά τα πλέκει σε ένα σμιχτό κορδόνι που στο τέλος το δένει σε σφιχτή θηλιά γύρω από το λαιμό του αναγνώστη. «Μα αυτός παίζει μαζί μου!» σκέφτηκα διαβάζοντας τη μια σελίδα μετά την άλλη. Και πραγματικά. Το βιβλίο είναι γεμάτο από παιχνίδια. Του Μόστρα σε βάρος των επίδοξων διεκδικητών της βιβλιοθήκης του, του γέρο-Μιλάνου σε βάρος του γιού του, του Σκούρα, του Νικόλα Μιλάνο, του Γκαμπριέλε, αλλά το πιο βρώμικο παιχνίδι είναι αυτό που παίζει ο Μαμαλούκας σε βάρος του αναγνώστη.

Κύριο γνώρισμα στο ξεδίπλωμα της ιστορίας του βιβλίου είναι η διπλή αφήγηση. Το κύριο παιχνίδι του συγγραφέα σε βάρος του αναγνώστη, ο εμπαιγμός και η βάσανος. Κεφάλαιο παρά κεφάλαιο μεταφερόμαστε από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της προσωπικής περιπέτειας του Νικόλα Μιλάνο και των συν-εργών του στην τριτοπρόσωπη εξιστόρηση της δράσης της banda antimostri, μιας συμμορίας εκδίκησης, φαινομενικά άσχετης με τον πρωταγωνιστή, τουλάχιστον στην αρχή. Κι όμως, έχουμε την εντύπωση, συχνά μόνο την αμυδρή αίσθηση, ότι αυτές οι δύο ιστορίες σχετίζονται. Τα ευρήματα, οι τυχαίες συμπτώσεις, πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν από την μια ιστορία στην άλλη πιστοποιούν τον συσχετισμό. Αλλά, αρκεί μόνο αυτό? Στο τέλος οι δυο ιστορίες διαπλέκονται και η μία δίνει λύση στην άλλη. Γι’ αυτό λοιπόν έγινε η διπλή αφήγηση? Είναι ένα απλό συγγραφικό τέχνασμα στο οποίο ο Μαμαλούκας επενδύει προκαταβολικά και απλά το εξαργυρώνει πολύ ακριβά στο τέλος? Γίνεται μόνο για να μοιραστεί η ένταση της πλοκής στα δυο? Μόνο για να εξασφαλιστεί δυνατή η λύση του τέλους?

Επιτρέψτε μου να κάνω στο σημείο αυτό αναφορά σε μιαν άλλη διάσταση, κατ’ εμέ μια από τις σημαντικότερες του έργου. Ο συγγραφέας πλάι στην ένταση και την εξιστόρηση μιας παράδοξης, γοητευτικής συχνά μαγευτικής περιπέτειας από εκείνες που συνδέουν την ιστορία με το θρύλο και τη συγγραφική μαστοριά, επιδίδεται και σε μια βαθιά ανάλυση της ύπαρξης. Της ύπαρξης του διπλανού μας, της δικής μας. Αυτός που πρωταγωνιστεί στη μια ιστορία είναι κομπάρσος στην άλλη και το αντίστροφο. Αυτό που απασχολεί τον έναν είναι αδιάφορο για τους πολλούς. Ο ήρωας και οι ίντριγκες στις οποίες εμπλέκεται δίπλα στην ομαδική δράση και το πάθος της banda φωτίζεται τώρα διαφορετικά. Υπονομεύονται οι ήρωες ή…αναδεικνύονται άλλοι. Αυτή η προβολή του ατομικού μέσα από το συλλογικό βρίσκει νομίζω την κορύφωσή της στην απογυμνωμένη από κάθε συναίσθημα κι όμως τόσο αληθινή φράση για κάποιον από τους ήρωες που χάνονται «έχει φύγει κι όμως όλα γύρω υπάρχουν». (σελ. 69)

Κυρίαρχο μοτίβο αυτό του θύτη και του θύματος που διαρκώς αντιμεταθέτονται. Τι είναι αλήθεια ο Νικόλα Μιλάνο πλάι στον Άλντο, ο Άλντο πλάι στον Σκούρα, ο Σκούρας δίπλα στην Μονίκ, η Μονίκ πλάι στον Νικόλα Μιλάνο κι ο Μιλάνο δίπλα στην «ασήμαντη» Μινούτσι.
Οι ήρωες δεν είναι καθημερινοί τύποι. Δεν συμβαίνει στον καθένα μας να έχει την απίστευτη κληρονομιά του πρωταγωνιστή, την περιουσία και τη βιβλιοθήκη του Σκούρα. Να κυλιέται μέσα στα υπόγεια βενετσιάνικων σπιτιών. Αλλά οι χαρακτήρες προκύπτουν αβίαστα, ολοκληρωμένα, παθιασμένα, μέσα από τη διαγραφή τους. Ο Μαμαλούκας σκιαγραφεί ολοκληρωμένες προσωπικότητες μέσα σε λίγες αράδες. Δεν του είναι απαραίτητο να έχει την έκταση ενός βιβλίου μέσα στην οποία διαγράφει (πιο ολοκληρωμένα ομολογουμένως) το ήθος του Μιλάνο. Αρκούν λίγες γραμμές και να το ψυχογραφικό ενσταντανέ του θύματος που γίνεται θύτης και του θύτη που βρίσκεται μπροστά στο τέλος του : «Ο Κόζιμο Τανκρέντι, αλλιώς Σκέψη, έκλεισε τα μάτια. Επικράτησε απόλυτη σιγή την οποία διέκοψε ένα βογγητό από τον άντρα στο πορτμπαγκάζ. Ο εισαγγελέας τον κοίταξε ανέκφραστος. Οι σκέψεις που δεν έφευγαν ποτέ. Οι σκέψεις που παραφύλαγαν… Έπειτα από μια σιωπή σχεδόν ενός λεπτού, ο εισαγγελέας μίλησε με σταθερή φωνή. “Εντάξει. Εκείνη η σκάλα οδηγεί σε μιαν αποθήκη. Πηγαίνετέ τον εκεί”. Ο φιμωμένος άντρας άρχισε να χτυπιέται και να μουγκρίζει με όλη του τη δύναμη. Ξαφνικά συνειδητοποίησε τι ένιωθαν τα θύματά του λίγο πριν τους πάρει τη ζωή. Τρόμο». (σελ. 59-60)

Ο Μαμαλούκας γράφει σκληρά. Όλο το παιχνίδι στήνεται μέσα σε μια «εγκληματική» ατμόσφαιρα. Δολοφονίες, στυγνές εκτελέσεις, υπόκοσμος, σχέσεις ψυχρές, εκμετάλλευση. Ο ήρωας συμπεριφέρεται με ψυχρό υπολογισμό, συχνά εκφράζεται με απόλυτο κυνισμό (όπως όταν αναφέρεται στο ξεπούλημα της συλλογής σπάνιων βιβλίων που είχαν δημιουργήσει οι βιβλιόφιλοι και μανιώδεις συλλέκτες πρόγονοί του λέει «Και οι δυο θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να κάνουν αυτό που κάνω εγώ τα τελευταία χρόνια. Ευτυχώς, είναι και οι δυο νεκροί»). Στις συντρόφους του συμπεριφέρεται με έναν ωμό ερωτισμό. Αντιμετωπίζει με καχυποψία ακόμη και τον καλύτερο, τον μοναδικό του φίλο.

Κι όμως είναι αυτός ο ίδιος ήρωας που συχνά βυθίζεται μέσα στο εγώ του, που κοιτάζει στοχαστικά και εκφράζεται εξομολογητικά. Νομίζει κανείς ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της περιπέτειάς του είναι μονάχα η αφορμή για την κατάθεση των σκέψεων, για την ανάγκη του να στοχαστεί και να εξομολογηθεί: «Τρίτη 25 Οκτωβρίου, απόγευμα. Μαύρο ατέλειωτο. Πικρό άρωμα μελαγχολίας ριγμένο απλόχερα πάνω στις στάλες της βροχής, που πέφτουν μονότονα μέρες τώρα. Τσαλαβουτάω στα γλιστερά πεζοδρόμια κρατώντας μια σκισμένη ομπρέλα. Έχει το χρώμα του πένθους και ο αέρας που προσπαθεί να μου την αρπάξει σφυρίζει σαν φωνή από βαθιά μέσα μου…Η βροχή συχνά μοιάζει να σχηματίζει ένα απέραντο πέπλο λήθης κι εγώ θέλω τόσο πολύ να κρυφτώ πίσω του και να χαθώ. Τα φώτα της πόλης που τρυπούν τη νύχτα, οι μυρωδιές που πεθαίνουν ασθμαίνοντας στο καυσαέριο, η λάσπη σε μερικές γωνιές, οι ακλόνητες πέτρες των κτηρίων είναι σιωπηλοί μάρτυρες των πάντων. Πόσες φορές η ζωή θα μας φανερώσει πόσο σκληρή μπορεί να γίνει; Δεν έφτανε μια όταν βρήκα τη μητέρα μου ακίνητη στο κρεβάτι, άσπρη σαν το σεντόνι που ακουμπούσε; Απ’ ό,τι φαίνεται, όχι. Η μοίρα δεν έχει τελειώσει μαζί μου». (σελ. 86)

Η μέσα φωνή, ο στοχασμός κι η εξομολόγηση διαρκώς πλάι πλάι με την σκληρή ή την τολμηρή περιγραφή. Σε μια σκληρή ερωτική στιγμή ο Μαμαλούκας αιφνιδιάζει. Ο ίδιος άνθρωπος, ο Νικόλα Μιλάνο που λέει «…η Μονίκ που τόσο ποθούσα, η Μονίκ που μ’ ερέθιζε συνεχώς και δε σκεφτόμουν παρά μόνο πότε θα ξαναπηδιόμασταν» (153), ο σκληρός Μιλάνο που διστάζει να δείξει τα συναισθήματά του - το ομολογεί ο ίδιος «Δεν τα πάω καλά με τα συναισθήματα» (σελ. 21) - είναι ο ίδιος που λέει: «όταν τη χάιδεψα, ήταν υγρή όπως όλες οι βροχερές μέρες της μελαγχολίας μου». (123)

Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι πολυδιάστατη, γι’ αυτό πραγματική. Η σπουδή των χαρακτήρων μάς παραδίδει κάθε άλλο παρά έναν αδίστακτο καιροσκόπο Μιλάνο, έναν διεστραμμένο Σκούρα, μια φτηνή Μονίκ. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για τον ολόπλευρο φωτισμό των ηρώων, σε διαφορετικές συνθήκες, ενδιαφέρεται για το «εν δυνάμει» του καθενός μας. Άνθρωποι καθημερινοί μπορούν να γίνουν εγκληματίες, όταν κυριεύονται από τα πάθη, τα μίση, τις αδυναμίες τους. Ακόμα κι όταν περιγράφει έναν αδίστακτο εκτελεστή γνωρίζει πολύ καλά ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Όπως λέει ο ίδιος «Φεύγουμε από μηχανή θανάτου και γινόμαστε πάλι άνθρωποι. Ευάλωτοι άνθρωποι που κινδυνεύουν». (σελ. 68). Κι από την άλλη, άνθρωποι που ζουν μέσα στην γκρίζα πλευρά της ζωής μπορούν να αναδεικνύονται σε αγγέλους.


Κυρίες και κύριοι,

Το βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα είναι ένα δείγμα ειλικρινούς λογοτεχνίας. Εκπληρώνει όσα υπόσχεται. Ανοίγει πολλούς λογαριασμούς και τους κλείνει όλους με εντιμότητα. Κατορθώνει να περικλείσει ένα συναρπαστικό τι μέσα σε ένα γοητευτικό πώς. Γι’ αυτό και είναι καλή λογοτεχνία. «Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» με κέρδισε από την πρώτη στιγμή για την λογοτεχνική της αρτιότητα αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο. Γιατί ο Δημήτρης είναι ένας δημιουργός της γενιάς μου. Γίνεται εκφραστής αυτής της γενιάς και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και μέσα στα βιβλία του. Είμαι βέβαιος ότι το στίγμα της γενιάς αυτής θα το συνυπογράψει και ο ίδιος. Με το έργο αυτό βάζει υποθήκη για το μέλλον.


Σας ευχαριστώ.

Πέμπτη, Ιουνίου 07, 2007

Μόστρα...

την Κυριακή λέω να...

Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2007

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007

Από το ψευδώνυμο στο ετερώνυμο : απάτη, ελευθερία ή μήπως δύναμη;

στην αυτόπτη μάρτυρα…

Είναι συχνή, αν και όχι πάντα κατανοητή από όλους, η χρήση ψευδωνύμων και ετερωνύμων στη λογοτεχνία. Οι περιπτώσεις του δικού μας Ελύτη και του Fernando Pessoa μιλούν ολοκάθαρα. Ποια είναι, αλήθεια, η ανάγκη που σπρώχνει έναν δημιουργό στην υιοθέτηση και χρήση ψευδωνύμου ή ετερωνύμου (ή και ετερωνύμων); Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι ένα παιχνίδι συγκάλυψης που παίζει ο συγγραφέας, μια εξαπάτηση του αναγνώστη, ή και του ίδιου του εαυτού του. Πίσω απ’ αυτό κρύβει την προσωπική, την ιδιωτική του ζωή, το παρελθόν και το παρόν του, τις αδυναμίες, την δημόσια εικόνα του, εξασφαλίζει την ηρεμία και την απομόνωση που χρειάζονται στη δημιουργία του. Η εικόνα την οποία έχει χρεωθεί, την οποία κάποιες φορές έχει εξαναγκαστεί να υιοθετήσει ή την οποία έχει επιλέξει να έχει στην εξωλογοτεχνική του ζωή τον περιορίζει, του επιβάλλει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά (πολύ περισσότερο που σπανίως η καλλιτεχνική και δη η λογοτεχνική ιδιότητα είναι «κοινωνικά αποδεκτή»). Το ψευδώνυμο εξασφαλίζει στον συγγραφέα το κέλυφος μέσα στο οποίο συντελείται απρόσκοπτα η δημιουργία, καμιά φορά η κοσμογονία και η οντογένεση. Του χαρίζει ελευθερία. Λόγου, σκέψης, ελευθερία από την όποια ιδεολογία ή λογοτεχνική θεωρία μα πιο πάνω απ’ όλα ελευθερία απ’ τον ίδιο του τον εαυτό. Από αυτά που έχει μάθει να σκέφτεται, από αυτά που έχει συνηθίσει να υιοθετεί, καμιά φορά από κεκτημένη ταχύτητα, από δειλία ή και από συμφέρον ακόμα. Του χαρίζει και κάτι ακόμα· ένα ανάχωμα για να παρατηρεί. Ο καλλιτέχνης παρατηρεί τον κόσμο. Πάνω απ’ όλα παρατηρεί τους ανθρώπους. Ζει μέσα απ’ τις ζωές τους. Καμιά φορά ζει τις ζωές τους. Πρέπει γι’ αυτό να διαχέεται ανάμεσά τους απαρατήρητος κι όμως τόσο παρών. Το ψευδώνυμο του εξασφαλίζει αυτό το ιδιόμορφο φίλτρο μέσα απ’ το οποίο ο ίδιος βλέπει χωρίς να τον βλέπουν.

Ποια αξία έχει όμως η τέχνη δίχως την αλήθεια μας? Και εδώ έρχεται η αντίφαση. Αλήθεια μέσα από μιαν απάτη? Ναι, αν η απάτη αυτή απελευθερώνει, αν αποδεσμεύει δυνάμεις εγκλωβισμένες στα έγκατα του ασυνείδητου, στις συμπληγάδες του συνειδητού. Η ιδιότυπη «ανωνυμία» που εξασφαλίζει το ψευδώνυμο (και λέω ιδιότυπη γιατί, ωστόσο, εξασφαλίζει μιαν ιδιότυπη ταυτόχρονα «επωνυμία», μια αναγνωρισιμότητα στο μέτρο που ταυτίζουμε ένα συγκεκριμένο έργο με ένα όνομα, ένα φαντασιακό πρόσωπο) συγκαλύπτει τον δημιουργό και θωπεύει την περίφημη «καλλιτεχνική ανασφάλεια». Πόσες περιπτώσεις δεν μπορεί πρόχειρα να ανακαλέσει κανείς δημιουργών που κατάφεραν να αποκρύψουν πίσω από ένα ψευδώνυμο την κοινωνική τους θέση, την επαγγελματική τους ιδιότητα, ως και το φύλο τους, και να ανυψωθούν ελεύθεροι στη σφαίρα της ακέραιης δημιουργίας. Πιο σημαντική όμως κι απ’ την απελευθέρωση από τους κοινωνικούς ή άλλους περιορισμούς είναι η απελευθέρωση του συγγραφέα από τον ίδιο του τον εαυτό. Από τους ασυνείδητους φόβους, από τα πάθη του, κυρίως όμως από την αυτο-λογοκρισία στην οποία υποβάλλεται. Τολμά να μιλήσει ελεύθερα, να εκφραστεί ρηξικέλευθα, να συγκρουστεί ως και με τον ίδιο του τον εαυτό και τελικά να δικαιώσει τον ρόλο του ως δημιουργού και καλλιτέχνη.

Ένα βήμα πιο πέρα. Αν με το ψευδώνυμο ο συγγραφέας χτίζει έναν περίκλειστο παράδεισο για τη δημιουργική του σκέψη και δράση, με το ετερώνυμο αποδύεται στον αγώνα να γίνει ο ίδιος πρωτόπλαστος, να ανακαλύψει (ή να επινοήσει απ’ αρχής) την παραδείσια αλήθεια. Το ψευδώνυμο, πολύ περισσότερο το ετερώνυμο δημιουργούν ένα μύθο, σχηματίζουν την εικόνα ενός φαντασιακού δημιουργού που μιλά χωρίς να χρεώνεται την εικόνα του. Το έργο απομένει μόνο μια «καθαρή φωνή».

Τα περισσότερα του ενός ετερώνυμα καλύπτουν πολλαπλάσιες ανάγκες αυτο- και ετερο-συγκάλυψης. Ενώ το ψευδώνυμο προσφέρει συγκάλυψη από τους γύρω, το ετερώνυμο (ή τα ετερώνυμα) συγκαλύπτουν (αναδεικνύουν θα ’λεγα καλύτερα) όλες τις πτυχές της δημιουργικής ανάγκης και παρόρμησης του λογοτέχνη. Η περίπτωση του Pessoa (υιοθέτησε, ανάμεσα σε άλλα, τα ετερώνυμα Alvaro de Campos, Ricardo Reis και Alberto Caeiro, για την ποίηση, και Bernardo Soares για την πεζογραφία) που ένα ελάχιστο μέρος του έργου του δημοσίευσε όσο ζούσε, είναι ενδεικτική αυτής της παρόρμησης όχι απλά να κρυφτεί, αλλά να αναγεννηθεί μέσα από ένα ή περισσότερα ετερώνυμα.

Είναι αλήθεια ότι σήμερα έχει περιοριστεί η χρήση ψευδωνύμων και ετερωνύμων. Αυτό μπορεί να σημαίνει θάρρος να ορθώσουμε τη φωνή μας ή δειλία να φτάσουμε στα όρια της δημιουργικής μας αναζήτησης. Μήπως τελικά το ετερώνυμο εκτός από ελευθερία δίνει και δύναμη και έμπνευση; Γιατί, καθώς ο δημιουργός υιοθετεί μιαν άλλη περσόνα, διαφορετικής ψυχοσύνθεσης (ολότελα δικής του κι όμως έως τότε άγνωστής του), αναλαμβάνει δίχως συμπλέγματα να υποδυθεί ρόλους, να φτάσει στην ουσία της μίμησης και να περάσει ακόμη πιο πέρα, στην αυθεντικότητα, όχι πια της αναπαράστασης, αλλά της «ποίησης», της αληθινής δημιουργίας ζωής. Μπορεί πιο εύκολα να μετατίθεται όχι από σκέψη σε σκέψη αλλά από τρόπο σκέψης σε τρόπο σκέψης. Κι αυτό όχι από διάθεση πειραματισμού μόνο (πειραματισμός που μπορεί να τον φτάσει να ανακαλύψει πτυχές της δημιουργικότητάς του που ποτέ ως τότε δεν είχε συλλάβει), αλλά και από αληθινή εσωτερική ανάγκη. Γιατί μέσα σε έναν δημιουργό, στον κάθε άνθρωπο, πόσο μάλλον σ’ αυτόν που αισθάνεται την ανάγκη της πράξης εντονότερη, ενυπάρχουν πολλές διαφορετικές οπτικές, ακούγονται πολλές φωνές, που όλες, καθεμιά χωριστά για τον εαυτό της, θέλουν να ακουστούν. Όμως όχι σε ένα συνονθύλευμα, αλλά καθαρές, ατόφιες, μόνες και ξέχωρες. Κι η καθεμιά φωνή μπορεί έτσι να πειραματίζεται, να φθείρεται, ως και να αναλώνεται ακόμη, αλλά με διάθεση αγαθοποιό· χωρίς να βλάπτει ή να συμπαρασύρει τις άλλες.

Το ετερώνυμο πολλές φορές ενυπάρχει μέσα στο ίδιο το έργο ως λογοτεχνικό προσωπείο, ως «ρόλος», ως ήρωας. Αυτό είναι μια άλλη υπόθεση. Ωφέλιμη, αλλά ωστόσο διαφορετική. Ο λογοτέχνης δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με όσα η περσόνα του πρεσβεύει (αν και τις περισσότερες φορές κι αυτή η λειτουργία φέρει κάποια, αν όχι και όλα τα στοιχεία της σκέψης του δημιουργού). Απεναντίας μπορεί τα όσα η περσόνα του εκφράζει να υπονομεύουν αυτά που ο ίδιος πιστεύει, να τα θέτουν εν αμφιβόλω, να λειτουργούν ως επιχείρημα ab opposito. Αλλά, όταν το ετερώνυμο καλύπτει ένα ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο και το σφραγίζει, τότε η ελευθερία και η μετατόπιση του δημιουργού είναι καθολική. Το ζητούμενο είναι να αντέξει αυτή την πλαστοπροσωπία, την πολυπροσωπία και να μην χάσει μέσα από αυτή την πολυσχιδία την ψυχή του. Γιατί αυτή πάμε να βρούμε μέσα από την τέχνη.

(Οι λευκοφόροι εννοείτωσαν).

Πέμπτη, Μαΐου 31, 2007

carmina AMAbiLIA

ΜΕΤΑ
ΤΟΠΙΣΗ

Η θέληση για έκθεση, βορά και λεία
είν’, καθώς λένε οι πολλοί, ανωμαλία.
Τίποτε τώρα πια δεν σου ανήκει εσένα,
σε κύτταρα εγκεφαλικά φωλιάζουν ξένα.
Ίσως μπορεί κανείς να υποθέσει
πως βρίσκουν και κρατούν λαθραία θέση
να μεταφέρουν τη ζωή σου μες στους άλλους,
σε ζωντανά μυαλά ή σε καβάλους…



Κώστας Μόρφης, Παραλήπτης Άγνωστος (2002)
(ακούμε την Ευτέρπη,
από την ραψωδία για βιολοντσέλο και ορχήστρα
του Μίκη Θεοδωράκη)

Τρίτη, Μαΐου 29, 2007

Η γιαγιά μου η Πόλη

Μικρή έπαιζα με τα τουρκάκια. Ο τούρκικος μαχαλάς δύο βήματα απ’ τον δικό μας. Η μάνα μου είχε φιλενάδες από κει. Κάθε Τετάρτη ερχότανε μια φραντσέζα, η μαντάμ Μαρί, όνομα ίδιο με το δικό μου, και μου μάθαινε γαλλικά. Όταν κατεβαίναμε στην προκυμαία στη Σμύρνη βολτάριζα με τ' αδέρφια μου μέχρι το Σπόρτε Κλου. Όμορφα χρόνια.
Μεγάλωνα και μεγάλωνε το κακό. Σαν κοντοζύγωσε, ένας Τούρκος, φίλος του πατέρα μου, «Προχώρα μπροστά, Παναγιώτη, και θα σου λέω» του είπε. «Πάρε τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου και φύγετε. Θα γίνει μεγάλη σφαή». Ο πατέρας μου, Θεός σχωρέστον, άκουσε. «Στέλλα», είπε, «να φύγετε». Θα έρθω κι εγώ γρήγορα.

Στο μεγάλο κακό κρυφτήκαμε για δυο μέρες στο σπίτι μιας άλλης φραντσέτζας. Καμίλ τη λέγανε. «Στέλλα, πάρε ό,τι θέλεις», είπε στη μάνα μου. «Το σπίτι όλο δικό σου». Και τι πήρε η μάνα μου; Ένα ψαλιδάκι «Για να κόβω τα νύχια των παιδιών μου», είπε. Βγήκαμε στη Μυτιλήνη. Πείνα. Δίψα. Κάτι πατριώτες τραγουδούσανε και χορεύανε. Να ξεχαστεί το κακό. «Κερατά Κεμάλη!». Φωτιά περάσαμε. Λίγο το ’χεις; Από λίγες βδομάδες ήρθε κι ο πατέρας μου. Μείναμε στον κήπο μαζί με όλους τους άλλους, Ύστερα περάσαμε στον Περαία. Μείναμε στη γουρουνόμαντρα. Βρωμιά, αλλά την παστρέψαμε. Ένας τοίχος να προσευχηθείς και να αλλάξεις, να λατρευτείς.

Στους εφτά μήνες απάνω πέθανε ο πατέρας μου. Ζωέμπορος, ασυνήθιστος, έπιασε οικοδομή. Κρύωσε, λέγανε. Αρρώστησε. Θεός σχωρέστον. Δουλέψαμε όλοι. Εγώ δούλεψα στου Ρετσίνα. «Κι από βουργαρίτσα καλύτερα δουλεύεις», έλεγε ο μουσιού Όττο, ο επιστάτης του αφεντικού. Τα μεσημέρια κοιμόμουνα πάνω στα χέρια μου απ’ την κούραση.


Τον Κωστάκη τον ηξέραμε από το Κορδελιό. Απέναντι απέναντι ήντουστε τα σπίτια μας. Όταν έγινα δεκαεφτά έστειλε η μάνα του, Στέλλα κι εκείνη, και με ζητήσανε. "Πιπερλή" με έλεγε. Για τη φωτογραφία του αρρεβώνα μας έβαλα τα δανεικά παπούτσια της νύφης μου και κοκκινάδι στα μάγουλα. Το ’θελε ο φωτογράφος.

Γέννησα και ανάστησα τέσσερα παιδιά. Δυο αγόρια δυο κορίτσια. Ο Κωστάκης στην οικοδομή. Εγώ στο σπίτι. Καλή γειτόνοι. Το σαράντα πήγε στο μέτωπο. Είχα τα δυο κορίτσια. Πήγα να τρελαθώ. Πέρασε. Πουλήσαμε τα πάντα. Μετά οικοδομή. Χτίσαμε, ζήσαμε. Παντρέψαμε τα παιδιά, ανάστησαν άλλα.


Ζω ανάμεσα στα παιδιά μου. Περνάω καλά, δόξα τω Θεώ. Τρώμε όλα τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ. Τον Κωστάκη τον χάσαμε. Από καρκίνο. Έκλαιγα μέρες (έκλαιγα νύχτες που δε με βλέπανε).

Ένα πρωί ήρθε αυτός, ο Μεχμέτ, ο θάνατος, πώς τον λένε; Μάιος ήτανε. Από την κερκόπορτα μπήκε. Με παίδεψε. Λίγο. Αντρειεύτηκα. Ήμουν συνηθισμένη. Κι ένα βράδυ, στις είκοσι εννιά, με νίκησε, με πήρε. «Η πόλις εάλω». Τώρα μονάχα με θυμούνται. Λίγο το ’χεις;


στην Μαρίτσα, τη γιαγιά μου, που έφυγε μια τέτοια μέρα. Έφυγε;

Πέμπτη, Μαΐου 24, 2007

Ευριπίδη "Μήδεια" Α΄ Στάσιμο

"Μήδεια" του Delacroix


Πάνω κυλούν οι ποταμοί
Πίσω διαβαίνουν στις πηγές τους
Και δίκιο κι όλα χάνονται
Οι δόλοι των ανθρώπων απέκτησαν τρανή ισχύ
Και των θεών οι όρκοι δεν έχουν πλέον δύναμη
Μα πάλι όνομα καλό θα δώσουν στη ζωή μου
οι φήμες
Έρχονται τιμές στων γυναικών το γένος
Να μην το ξέρουν άλλο πια για κακοφημισμένο.


Και των αρχαίων ποιητών γλυκόλαλες οι Μούσες
Θα πάψουν πλέον άπιστη εμένα να καλούνε
Αφού σ' εμάς δε χάρισε της λύρας το τραγούδι
Ο Φοίβος, των θεόπνευστων των τραγουδιών ο αφέντης
Αλλιώς θα ηχούσε κι από μας τραγούδι για τους άντρες αντίφωνο
Τα χρόνια που περνάνε έχουν αμέτρητα να πουν

και για τα δυο τα φύλα.


Τρελή από τον έρωτα μακριά απ' το πατρικό σου ταξίδεψες
Και διάβηκες της θάλασσας τις δίδυμες τις πέτρες
Τώρα την ξένη χώρα κατοικείς
Του άναντρου του άντρα την κλίνη σου τη νυφική
Έχασες πια βαριόμοιρη
Εξόριστη διώκεσαι μακριά απ' αυτή τη χώρα, ατιμασμένη.


Η χάρη αφανίστηκε κι η δύναμη των όρκων
Και στην Ελλάδα σεβασμός κανείς δεν απομένει
Πάει, πέταξε
Κι εσύ δυστυχισμένη, δεν έχεις σπίτι πατρικό

πίσω για να γυρίσεις
Άλλη βασίλισσα τρανή εδώ, μέσ' στο παλάτι

νίκησε το κρεβάτι σου.


μετάφραση Γ.Ε.
(ακούμε έναν αρχαίο ελληνικό σίκκινι χορό)

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Ο ζωγράφος Άρης Κουτρουλής (μέρος β΄)

Σήμερα παρουσιάζω έργα της δεκαετίας του '90

[θα συνεχίσω με έργα του '80

και θα ολοκληρώσω με την "ελληνική σουίτα" (1963)]


το χρώμα διαχέεται και ανασυνθέτει. μορφή και σύμπαν μια αδιάσπαστη διαφάνεια. οι δυνάμεις που περιβάλλουν την αύρα εισβάλλουν στο είναι και ενσαρκώνονται. η ροή διαμορφώνει μια αγαπητική σχέση ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ, τα σώματα συγκοινωνούν, όπως η σκέψη. το φλάουτο αποδίδει την κίνηση, την ανάταση και την αιώρηση του φύλλου.

works of late '90s

"INNER PORTRAITS"















(ακούμε το andante από το κονσέρτο για φλάουτο, έγχορδα και continuo του Georg Philipp Telemann)

Δευτέρα, Μαΐου 14, 2007

Δεν γράφω ποιήματα.

Δεν γράφω ποιήματα. Αυτόν τον καιρό δεν πρέπει να γράφω ποιήματα. Το ποίημα πρέπει να είναι μια έκρηξη, μια σεισμική δόνηση. Πρέπει να έχουν συσσωρευτεί δυνάμεις. Να νιώθεις πως δεν μπορείς να ζήσεις ούτε για μια στιγμή αν δεν το γράψεις. Η καθημερινή, διεκπεραιωτική, σχεδόν ημερολογιακή γραφή δεν ωφελεί. Με αποδυναμώνει. Αισθάνομαι να με αφαιμάσσει δίχως αποτέλεσμα. Νιώθω το σώμα μου ισχνό. Και το ποίημα πρέπει να βγαίνει από τα έγκατα του σώματος. Είναι φαινόμενο βιολογικό.

Τούτο τον καιρό επιβάλλω στον εαυτό μου μια βεβιασμένη στέρηση, μια νηστεία. Κλείνομαι, ολοένα κλείνομαι και αφήνω τη θέληση να με κατακλύζει. Ακόμα μπορώ να την ελέγχω. Δεν είναι ώρα λοιπόν. Ασκούμαι στην στέρηση, σαν μοναχός. Έχω ποιήματα στα συρτάρια μου που πρέπει να δουλέψω. Ακόμη και η ύστερη επεξεργασία είναι μια πράξη απαράμιλλης συγκέντρωσης, πράξη θεοτική. Δεν πρέπει να μιλάω σε κανέναν, δεν πρέπει να ακούω κανέναν, παρά μόνο εκείνη τη φωνή. Είναι και δεν είναι δική μου. Παλεύουμε. Την διορθώνω και αναδιπλώνεται. Την κολακεύω και με χλευάζει. Στο τέλος αποκάμνω. Έτσι βγαίνει το ποίημα.

Τούτο τον καιρό δεν γράφω ποιήματα. Είναι οδυνηρό ν’ ακούς τα λόγια μέσα σου αλλά να μην τα γράφεις. Ποια αυτιά να κλείσεις; Γράφω καθημερινά, μα όχι ποιήματα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να ξεχνάω να γράφω ποιήματα. Να κλείνω τ’ αυτιά μου στις σειρήνες. Γιατί αν γράψω, θα λυτρωθώ μονάχα για μια στιγμή. Μονάχα εγώ. Ξέρω πως γράφω για εκείνη. Κι εκείνη θέλει όχι να την συντροφεύω. Μου λέει να ’μαι δικός της. Να διαλύομαι. Η επανασύνθεση της δικής μου ουσίας να είναι το ποίημα…

Κώστας Μόρφης

R a g t i m e – π ρ ο ε τ ο ι μ α σ ί α


Εκεί έβλεπες μόνη τριγύρω τη βιασύνη
Σκληρές ανάσες
Μάτια έξω απ’ τα μάτια και άδεια βήματα. Κανείς

δεν πρόσεξε
σχεδόν
τον άντρα που κρατούσε
στα χέρια του ξύλινο σώμα του έρωτα.

Μόνοι κάτω απ’ το φως
Έγραφαν γύρω το σκοτάδι τους
Οι δυο τους μια παρένθεση στο χώρο,
Ένα σύμπαν
Ολόκληρος ο έρωτας σε μια ρωγμή ελάχιστη στο χρόνο.

Το ένα του χέρι ψηλά χάδι στο μπράτσο
Το άλλο κατρακυλούσε στις καμπύλες, όχι με βιασύνη
Αργά, γνώριζε πότε θ’ ακουμπήσει τις χορδές να τις ταράξει
Κι η μνήμη της αγάπης τώρα τριγμός στα δάχτυλα
Κι η μνήμη των δαχτύλων τώρα βόγκος στο σώμα
Όπως ανέβαινε βαθιά μες απ’ το σώμα του.

Τόσο μόνοι, τόσο ακέραιοι και μόνοι, λίγο μετά από κατακλυσμό
Έγερνε πάνω του και γύρω
Ώσπου το σώμα
Πήρε το σχήμα της αγάπης του.

Άργησα εκεί να τους κοιτάζω.

Ένας άντρας σφιχτά αγκαλιασμένος μ’ ένα τσέλο.

Ωραίοι,
Σαν την αγάπη που ήθελα να πω.



από τη συλλογή "Παραλήπτης Άγνωστος", Αθήνα 2006

(Ακούμε μουσική του Βασίλη Γκότση.
Στο τσέλο ο Ορέστης Ζαφειρόπουλος.)

Πέμπτη, Μαΐου 10, 2007

Βασίλης Γκότσης

Έχω ζήσει μια μεγάλη ευλογία. Όταν πρωτακούστηκαν τα λόγια μου, τα συνόδευε αυτή η μουσική, γραμμένη γι’ αυτά από τον συνθέτη Βασίλη Γκότση. Η μουσική είναι το πιο απαλό κύμα για να ταξιδέψει πάνω του η ποίηση.
Βασίλη, ευχαριστώ!

(ακούμε τη μουσική που γράφτηκε για το ποίημα «τρίγωνο» από τη συλλογή ΣΤΙΓΜΑ.
Στο πιάνο η Αγγέλικα Παπανικολάου.)
τ ρ ί γ ω ν ο

Μακριά πολύ κι ανάμεσα, στην κόχη του ορίζοντα,
προβάλλει εμπρός μου.

«Γαλάζιο τρίγωνο
λειαίνεις του μεσημεριού μου την ένταση
και ματιάς φευγαλέας το ανάστημα
ή το σχήμα ενατένισης
τα γυρτά απογεύματα.

Μικρό σημείο σταθερότητας
στη μετατόπιση
και δάσκαλε του έρωτα,
όταν αντίρροπες εντάσεις
ερίζουν και φλέγονται.

Ανακουφιστικό γαλάζιο τρίγωνο
κρατάς το θόλο του ναού μου στο στερέωμα,
το βάρος μιας ρέμβης και μιας εξομολόγησης,
στο φως σου που αφομοιώνει.

Εκεί
ο παιδικός αλμυρός ίλιγγος
και της νεότητας η έξαψη
στου κορμιού το αντιμάμαλο.

Γαλάζιο εφηβαίο
στη γύμνια που διατρέχουν τα μάτια στο διάστημα,
χωνευτήρι απύθμενο και μήτρα προαιώνια
γεννάς τον ουρανό της κάθε μέρας μου».



Ο Βασίλης Γκότσης γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει μουσική και σύνθεση. Έργα του έχουν παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Γαλλικό Ινστιτούτο και σε πολλούς συναυλιακούς χώρους. Η μουσική του περιλαμβάνει έργα για φωνή, χορωδία, solo όργανα, μουσική δωματίου, μεγαλύτερα σύνολα και ορχήστρα.

Τρίτη, Μαΐου 08, 2007

Η αντρική και η γυναικεία ποιητική φωνή

υπάρχει αντρική και γυναικεία φωνή στην ποίηση;
αν ναι, ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους;
πώς εκφράζεται μια αντρική και πώς μια γυναικεία ποιητική φωνή;
πώς γίνεται δεκτή η κάθε φωνή από τον αποδέκτη;

Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007

καινός διαιρέτης

Τι μπορεί να διαιρέσει τη ζωή σου; Να την χωρίσει στα δυο; Σ’ ένα π.Π. και μ.Π., ας πούμε;… Πριν απ’ το ποίημα και μετά… Όταν συλλαμβάνεις κι όταν με την αγάπη του πηλού δίνεις μορφή, ξέρεις πως μετά απ’ αυτό δεν μπορεί να είσαι πια ίδιος. Αφού η κάθε μέρα σου εκπορεύεται πια από αυτή τη σκέψη, ή αν όχι, την εμπεριέχει. Ένα μικρό σύμπαν που έχει μόλις, έστω και λίγο, διασταλεί.

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

Σημειώσεις για το BIG BANG της σύλληψης.

Οδηγώ. Κοντινή απόσταση. Δέκα λεπτά το πολύ. Στο πίσω κάθισμα τα παιδιά είναι ήσυχα (δεν έχουν καλοξυπνήσει ακόμη). Κάνω την ίδια όπως πάντα διαδρομή. Τόσα χρόνια. Τόση επανάληψη. Αν οδηγούσε κάποιος άλλος κι εγώ καθόμουν στη θέση του συνοδηγού με τα μάτια κλειστά, θα ήξερα κάθε στιγμή πού βρισκόμαστε. Υπολογίζω από τον ήχο της μηχανής, από την κλίση που παίρνει το αυτοκίνητο σε κάθε στροφή, από τις μυρωδιές της κάθε γωνίας. Εδώ τριαντάφυλλο και γιασεμί, εδώ καυσαέριο λεωφορείου, παραπέρα το χώμα από την οικοδομή που χτίζεται… Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη επανάληψη, έρχεται! Μια ιδέα. Από εκείνες που αισθάνεσαι πως αν δεν γίνει πραγματικότητα δεν μπορείς να ζήσεις πια… Από εκείνες που αν γίνουν πραγματικότητα, δεν είσαι ποτέ πια ο ίδιος…

Πώς γεννιέται ένα ποίημα; Πολύ περισσότερο μια ποιητική σύνθεση; Ο άξονας τις περισσότερες φορές, αν δεν κάνω λάθος, είναι μια λάμψη, μια ακαριαία αποσβολωτική σκέψη. Σε ένα πρόσφατο ποίημα μου τον χαρακτήρισα ως το big bang της σύλληψης. Από κει και πέρα όλα τα άλλα είναι συνειδητά, επιλεγμένα, σκόπιμα, αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, εναγώνιας διαίσθησης, συναίσθησης, καμιά φορά και παραίσθησης…

Όμως εκείνη την πρώτη πρώτη ώρα, την εντελώς απροσδόκητη, κάτι συμβαίνει απολύτως ερήμην σου. Απολύτως; Όχι. Απλώς εκείνη την ώρα αισθάνεσαι ότι γίνεται μια έκρηξη σε ηφαίστειο που σιγόβραζε για καιρό, εκτονώνονται με μια δόνηση τριβές και πιέσεις χρόνων, ή απλά… «ξεχειλίζει» ένα ποτήρι. Τόσο απλά, τόσο σύνθετα.

Κάπως έτσι γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια (πάει αλήθεια τόσος καιρός;) η ποιητική σύνθεση με την οποία έζησα όλο αυτό το διάστημα. Μετά από την πρώτη εκείνη ώρα της σύλληψης (κάπως έτσι δεν γίνεται και με την άλλη, την «κυριολεκτική» σύλληψη;) ακολουθεί μια αναστάτωση, μεγάλη αγωνία και μέθη. Τριγμοί, αναταράξεις, ένα έντονο αίσθημα ναυτίας μέχρι να στερεοποιηθεί η ιδέα, να αποκρυσταλλωθεί το νεφέλωμα, μέχρι να δεις και να ακούσεις καθαρά. Αυτό μπορεί να τραβήξει καιρό, ώρες, μέρες, μήνες ή να μη γίνει και ποτέ…

Αν όμως ευτυχήσεις να ξακρίσεις το λευκό ολοστρόγγυλο πέτρωμα μέσα από όλα τα άλλα υλικά, αρχίζει η μαστορική που θα σε φέρει στη γέννα του βότσαλου. Μήνες ίσως και χρόνια αναπνέεις μέσα απ’ αυτό (ή μήπως αυτό μέσα από σένα) και, δίχως να το πολυκαταλαβαίνεις, έρχεται και εγκολπώνεται τη ζωή σου. Οι μέρες γίνονται λέξεις και οι αισθήσεις και τα αισθήματα, οι μικρές ανεπαίσθητες κινήσεις, οι ήχοι οι βαθιά πνιγμένοι στο ασυνείδητο γίνονται φθόγγοι, καταστερισμοί ποίησης…

Ποτέ κανένας τοκετός δεν ξαστόχησε στην ώρα της ωδίνης. Πάντα ξέρεις πως πια δεν πάει άλλο. Το ίδιο το έμβρυο αναπηδά, τινάζεται, θέλει να βγει στο φως (αλλιώς θα αρχίσει να σήπεται). Περίεργη αίσθηση δημιουργίας και αποχωρισμού. Κι έπειτα;
Όπως γράφει ο Gibran :

Τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας…
Είναι οι γιοι και οι κόρες του καλέσματος της ζωής.

Κυριακή, Απριλίου 29, 2007

Κ. Π. Καβάφης

29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933


Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...



Πέμπτη, Απριλίου 26, 2007

εκείνη η μέρα που δεν ήρθε...



εκείνη η μέρα που δεν ήρθε
είχε παντού τα δάχτυλά σου
γύρω το απροσδόκητο χιόνι
έπεφτε και μαζί μας ουρανός
κάτω σκορπίζοντας τριγύρω
το μέγα πάθος που δεν άντεξα
πάνω στη σάρκα μου σφιχτά
εκείνη η μέρα που δεν ήρθε

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007

Ο ζωγράφος Άρης Κουτρουλής



Ο Άρης Κουτρουλής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Σε ηλικία 13 ετών ταξίδεψε και εγκαταστάθηκε στην Αμερική όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Το 1961 αποφοίτησε από το κρατικό πανεπιστήμιο της Louisiana με πτυχίο στις καλές τέχνες. Αμέσως του απονεμήθηκε μια διετής υποτροφία του ιδρύματος Ford για να σπουδάσει λιθογραφία στο διάσημο Τamarind Lithography Workshop στο Los Angeles της California. Το 1964 έγινε δεκτός ως καθηγητής ζωγραφικής και λιθογραφίας στην Ακαδημία Τεχνών του Bloomfield Hills στο Michigan. Έλαβε το Master’s degree στις καλές τέχνες το 1966 και διορίστηκε ως βοηθός καθηγητής για να διευθύνει το νέο εργαστήριο λιθογραφίας στο τμήμα τέχνης του κρατικού πανεπιστημίου Wayne στο Detroit του Michigan. Το 1976 κλήθηκε να διευθύνει ως επίκουρος καθηγητής το τμήμα ζωγραφικής στο Center of Creative Studies του College of Art and Design στο Detroit, και έγινε τακτικός καθηγητής και πρόεδρος του Fine Arts Department το 1980. Ο Κουτρουλής έχει τιμηθεί με πολυάριθμες διακρίσεις (μεταξύ άλλων του National Endowment for the Arts, του Michigan Council for the Arts, των βραβείων των ιδρυμάτων Ford και Mellon). Συμπεριλαμβάνεται στο Who’s who του Midwest, East και στο Who’s who in the world. Έργα του έχουν εκτεθεί σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ελλάδα και στην Ιαπωνία ενώ συμπεριλαμβάνονται σε συλλογές σημαντικών μουσείων (μεταξύ άλλων, του Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης, στη National Gallery της Ουάσιγκτον και του Detroit Institute of Art). Στην Ελλάδα έργα του βρίσκονται σε μουσεία τέχνης και ιδιωτικές συλλογές.




Common Ground Artists clockwise from chair Arthur Wenk, Aris Koutroulis, Bill Jordan, George Ettl, Alden Smith, Bradley Jones, 1969







hypodermic, 1976










1972, Aris Koutroulis with "Poetic Electricity"







Caroline's garden 2, 1968

__________________________________________________


έργα από την "ελληνική σουίτα" (1963)





___________________________________________________




for the winner, ca 1982







series 1987







Emergence 1, 1991







Fall Series #51985


__________________________________________________

έργα του 21ου αιώνα
























Ο Άρης Κουτρουλής μου έκανε την τιμή να μου χαρίσει το κόσμημα εξωφύλλου για το επόμενο ποιητικό βιβλίο μου.