Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 3 (ποιητικές εκλεκτικές συγγένειες)

Πέτρος Ακρίβος (Αθήνα, 1971)


ΣΗΜΕΙΑ


Το σώμα μου περισπωμένη πάνω στο δικό σου
Τα χέρια σου παρένθεση στο χώρο
Κι οι ανάσα μας ένα θαυμαστικό.
Θέλω να διαρκέσει, σβήσε την τελεία
Ή μάλλον βάλε κι άλλες δυο,
Ν’ αποσιωπήσουν τον παράδεισό μου.


(από τη συλλογή «Δείξε μου», 2002)

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007

7 Limericks του Edward Lear





Ένας άντρας απ’ τη Χάγη
Με το νου τρέλες παράγει
Κι έφτιαξε ένα μπαλόνι
Στο φεγγάρι είχε τιμόνι
Ο πλανεμένος άντρας απ’ τη Χάγη.





Ένα μικρό κορίτσι απ’ την Πορτογαλία
Όλο κατέβαζε ιδέες για τη ναυτιλία
Σκαρφάλωσε λοιπόν σε δέντρο
Τη θάλασσα να δει στο κέντρο
Μα είπε πως δεν το κουνάει απ’ την Πορτογαλία


Μια κοπέλα είχε μύτη με ρουθούνια
Που της έφτανε ως κάτω στα τακούνια
Κι έτσι πήρε μια γριά
Να βαδίζει μακριά
Και να κουβαλάει μύτη και ρουθούνια






Γέροντα στο Βερολίνο
Και αδύνατο σαν σπίνο
Μία μέρα στη βιασύνη
Τον τυλίξανε στη ζύμη
Και τον ψήσαν λουκουμά στο Βερολίνο






Έναν παράξενο άντρα από τη Δύση
Με στολισμένο ρούχο είχανε ντύσει
Τον ρωτούσανε «Σου κάνει;»
Κι απαντούσε «Σα φουστάνι!»
Ο δύστροπος ο άντρας απ’ τη Δύση








Μια γριά χαζή, σκέτο στουρνάρι
Ήθελε να κάτσει πάνω σε πουρνάρι
Κι ένα αγκάθι, ε ρε γούστα!,
Της κομμάτιασε τη φούστα
Κι έπιασε η γριά να κλαίει σα στουρνάρι








Στο καπέλο που φορούσε μια κοπέλα
Ήρθαν κι έλυσαν πουλάκια την κορδέλα
Κι απαντούσε : «Δε με μέλλει,
Ας καθίσει όποιο θέλει»
Και δεχόταν τα πουλάκια η κοπέλα



μετάφραση Γιάννης Ευθυμιάδης



Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2 (ποιητικές εκλεκτικές συγγένειες)

Φαίδων Κλέωνος (Λάρνακα, 1959)


Στον αυτισμό του πάθους μου,
εάν μπορώ ν’ ανακαλέσω
τη γεύση από το στόμα σου,
τη μυρωδιά από την έκστασή σου,
είμαι θεός
– μόνο εκπεσών –
αφού το σώμα μου,
που μόνο θέλει,
δεν θυμάται.


(από τη συλλογή “Να έρχεσαι”, 2000)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2007

5 x 2 + 1

στην just me

στον ΚΑΙΡΟ

στον Θεοδόση

στον Τάσο

στη ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ

και στην Αναγνώστρια



Α



υτό



που πιο



πολύ αγαπώ



σε σένα είναι που



δεν μπορώ να σε νικήσω.



Μοχθώ μόχθο και πονώ πόνους.



Μπαίνω στον αγώνα με τη γνώση της



πανωλεθρίας να με ελευθερώνει. Μικρά



χτυπήματα μόνο σου καταφέρνω κι οι αμυχές



όλες γυρίζουν και γράφονται πάνω μου. Αυτή η



αίσθηση μ’ ενώνει μ’ όλους τους άλλους νικημένους.




---------------------------------------------------------



στη Μαριλία





Εν αρχή ην ο Λόγος.




Η μεγαλύτερη δύναμη είναι η Ποίηση (και ως τέτοια εννοώ τη σύλληψη του όντος και μη όντος και τη δημιουργία)




Η Ομορφιά και η Αλήθεια είναι τα υλικά.




Πέθανα στα 33.





Έκτοτε στροβιλίζομαι μόνο ως ιδέα.





---------------------------------------------------------



αφιερωμένο



Οι φίλοι πάντα λένε αντίο...έστω και χωρίς εξηγήσεις.





-----------------------------------------------------------

Κυριακή, Φεβρουαρίου 18, 2007

ΔÉΛΕΑΡ



Με αφορμή την πολύ καλή παρουσίαση του περιοδικού Δέλεαρ από την Σταυρούλα Σκαλίδη παρουσιάζω ξανά 4 ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο 9ο τεύχος του. Το εξαμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό Δέλεαρ (Εγχειρίδιο Ελληνικής και Ξένης Ποίησης, όπως το ονομάζει η ποιήτρια και εκδότρια Ασημίνα Χασάνδρα) κυκλοφορεί από τον Ιούνιο του 2000.


Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ


Βγαίνω λοιπόν απ’ την αρρώστια
έξω, εκεί που πάντα ρέουν τα πράγματα
και δεν με βρίσκουν, μόνο εγώ τα συναντώ
με κόπο
πρέπει τώρα να σκεφτώ πώς ένα τέτοιο ξύπνημα
θα ζήσω δικαιωμένο,
όταν τα όνειρα αφήνουν
απρόσμενο φως στον ορίζοντα
κι αυτήν τη ζωηρή ανάταση δεν θέλω,
δεν αρκεί
να βλέπω στη ματιά των άλλων
τώρα που οι σκιές κρύβονται
κάτω απ’ τα πράγματα
ένα ποτάμι ενώνει
κάτω απ’ τα πράγματα
όπως ανάσα ελεύθερη
(γι’ αυτό εκπνέω πάντα δυνατά στο άπειρο) ποιος
να τη σταματήσει; Απ’ το παράθυρό μου στο παράθυρό σου
μπαίνει στο χώμα, στο νερό, ακάλεστη γίνεται
στοιχείο φυσικό.

ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ

στον Δημήτρη Μυταρά


–Μας βρίσκει αυτή, λοιπόν; Εμείς δεν την διαλέγουμε;

–Ερήμην μας ορμά, σκληρά επιλεκτική κατά πώς την συμφέρει,
να κάνει σώμα τις ανάσες μας,
όταν χαράζεται η αδηφάγος της απαίτηση
πάνω σε πλήρη αθωότητα.

Κι εκεί που ήσυχα πορεύεσαι σε άγνοια βαθιά, αδιατάρακτη,
πέφτει επάνω σου λυτρωτικό – νομίζεις – φως
και διατρέχει τις πιο κρυφές σου λειτουργίες.
Γίνεσαι έρμαιο μαζί και δανεικός του εαυτού σου –
χρόνια αυτή η ιστορία.
Και νά ’χεις κι από πάνω ενδοιασμούς
“Κάνω καλά;
Μπορώ;
Μ’ αρέσει;”…

Πάνω στ’ αποκαΐδια σου χορεύει θριαμβικά το μέλλον της
κλέβοντας, όλο κλέβοντας.
“Τον άλλο μήνα ήμουν πιο δυνατός,
πέρσι πιο νέος,
φέτος σαν πιο χλωμός”
ασθενικά μόλις που σκέφτεσαι ενώ
βουίζουν στ’ αυτιά σου οι μέρες και σε διώχνουν.

Στο τέλος ο απόηχος του γέλιου της αρκεί πως κάποτε υπήρξες,
έξοχο τώρα λίπασμα της μνήμης.


IS – EA – ID


Αυτή
χορεύει ολόγυρά μας, αόρατη
μαζί με όλες τις δυνάμεις
εκλύεται απ’ το σώμα και σώμα γίνεται.
Βρίσκεται μόλις ένα βήμα εμπρός απ’ το παρόν κι ας είναι
τόσο άγνωστη · σπέρνει, εξοντώνει, ανακυκλώνει
απαρατήρητη κι ωστόσο
είμαστε εμείς αυτή.

Κανείς ποτέ του δεν την έχει δει,
όπως κάποιοι τη θάλασσα,
όπως όλοι τον πυρήνα της γης τον φλεγόμενο,
τον μακρινό στο διάστημα βυθό,
τον θεό, αλλά πιστεύουν,
ελπίζουν και ζητούν.

Όταν μετά από πυκνή νεροποντή αυτή ατμίζει στον αιθέρα, κάτοπτρο
αυτός,

προβάλλει καθαρά τη λάμψη που αναδύεται καινούργια πραγματικότητα
εκείνο.

Και στους πιο άνυδρους καιρούς το ασώματο φως είναι πάντα εκεί.
Το ξέρεις.


ΚΑΙΝΟΣ ΔΙΑΙΡΕΤΗΣ


καθεμεραλεπτησυρτηγραμμ
ησωροςανεβαινεισωροςαδεια
ζειεπαναληψηστηνκινησηκαν
ονικοτηταστηζωηβγεςαπτοπ
οιημακαιδεςτηνατερμονηπαν
ομοιοτητατοποιημαανατρεπ
ειτηδιαιρεσηκαινοςδιαιρετης
ηποιηση



Τα ποιήματα προέρχονται από την ανέκδοτη ποιητική σύνθεση «καινός διαιρέτης».

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2007

ο εικαστικός καλλιτέχνης Χάρης Κοντοσφύρης

Κιβωτός του Απόδημου

Ο Χάρης Κοντοσφύρης (γεν. 1965) σπούδασε αρχικά σκηνοθεσία και στη συνέχεια ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Η διερεύνηση του τρόπου λειτουργίας του μηχανισμού οπτικής αντίληψης και της σχέσης μεταξύ του αντικειμένου και του ειδώλου του διακρίνουν τις εγκαταστάσεις του, οι οποίες φανερώνουν και το ενδιαφέρον του για την προοπτική, το χώρο και τις αλληλεπιδράσεις φωτός και σκιάς. Με τα έργα του κινητοποιεί όχι μόνο τους γνωστικούς μηχανισμούς του νου αλλά ενεργοποιεί και τη δημιουργική φαντασία του θεατή. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές εκθέσεις και έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έργα του βρίσκονται στη συλλογή του Κέντρου Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας Ρεθύμνης, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη κ.α


Καρδία του Σκότους

Ο Χάρης Κοντοσφύρης είναι ο εικαστικός καλλιτέχνης που μου χάρισε το κόσμημα εξωφύλλου στο πρώτο μου ποιητικό βιβλίο, το ΣΤΙΓΜΑ. Πρόκειται για λεπτομέρεια από το έργο του Κιβωτός του Απόδημου, με το οποίο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Bienal του São Paulo το 2004.



Η τελευταία του ατομική έκθεση στην Galerie 3 (Φωκυλίδου 3, Κολωνάκι) θα διαρκέσει από τις 13 Φεβρουαρίου έως τις 10 Μαρτίου.


Τρίτη, Φεβρουαρίου 13, 2007

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 1 (ποιητικές εκλεκτικές συγγένειες)

Κωνσταντίνος Μόρφης (Θεσσαλονίκη, 1964)

Αυτός που βλέπεις, που αγγίζεις, που ποθείς
Που κάθε μέρα τον γεννάς, τον ανασ(τ)αίνεις
Είσαι εσύ κι η προβολή σου στη ζωή
Για μένα.

(από τη συλλογή “παραλήπτης άγνωστος”, 2002)

Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2007

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ …

στη Λεία Βιτάλη, ως όφειλα

Σε ποια ηλικία γράφει κυρίως ένας ποιητής; Σε ποια ηλικία γράφει τα καλύτερά του ποιήματα;

Αναμφίβολα είμαι ο τελευταίος που θα έβαζε όρια και περιορισμούς · πολύ περισσότερο αξιολογικούς χαρακτηρισμούς. Ανέκαθεν ήμουν εναντίον των δογματισμών, πόσο μάλλον όταν αυτοί αφορούν την απέραντη θάλασσα της Ποίησης. Ο καθένας μπορεί βέβαια να πρεσβεύει την άποψή του, κατά το βολτερικό…


* * * * * * * * * * * * * * * *

Όμως, αν επιχειρήσει κανείς να απαντήσει στο πλαστό ερώτημα : η «καλύτερη» ποίηση γράφεται στη νεανική ή στην ώριμη ηλικία; Το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι η ανάγκη να προσδιοριστεί η ηλικία. Μιλάμε για τη βιολογική, την νοητική, τη συναισθηματική ηλικία; Κι αν για την πρώτη, είναι βέβαιο ότι αυτή συμπλέει με την νιότη των άλλων δυο; Οι απαντήσεις μας νομίζω συμπίπτουν ex silentio.

Το δεύτερο έχει να κάνει με τον αξιολογικό χαρακτηρισμό «καλύτερη» ποίηση. Τι σημαίνει άραγε «καλύτερη» και ποιες ιδιότητες υπονοούνται πίσω από αυτόν τον χαρακτηρισμό; Και το λέω αυτό έχοντας συναίσθηση των αλλαγών, των μεταβολών στις αξιολογικές μας κρίσεις, την αλλαγή στο γούστο από εποχή σε εποχή. Η ποίηση που κάποτε φάνταζε αποκαλυπτική, άλλοτε μεγάλη, σπουδαία, σήμερα μπορεί να κείτεται μέσα σε κιτρινισμένες σελίδες. Μόνη. Ή και το αντίστροφο. Από την άλλη βέβαια υπάρχουν και έργα που αντέχουν στο χρόνο, που ξαναδιαβάζονται από κάθε εποχή, που διαρκώς «ανακαλύπτονται», αυτά που ονομάζουμε «κλασσικά». Που έχουν να κάνουν με το πανανθρώπινο, το έξω από το χρόνο κι απ’ την στιγμή, που βρίσκονται πέρα και πάνω κι απ’ τον ίδιο τον δημιουργό τους. Αυτά τα έργα έχουν να κάνουν άραγε με ηλικία;

Θα ήταν ενδιαφέρον, όμως, να αναρωτηθούμε, τι είδους ποίηση γράφεται σε κάθε ηλικία, χωρίς αξιολογικούς χαρακτηρισμούς. Η ρήση του Valéry ότι «η ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος» βρίσκει, νομίζω, την πληρέστερη και τη βαθύτερη εφαρμογή της στην νεότητα. Υπερτερεί το συναίσθημα και η ανακάλυψη · του κόσμου, του ίδιου μας του εαυτού, αλλά και η μεγαλύτερη ανακάλυψη, αυτή της ανακάλυψης. Τα ποιητικά έργα αυτής της περιόδου έχουν πράγματι χαρακτήρα επιφωνηματικό, συγκρούονται με το παρελθόν και με τον εαυτό τους, ανοίγουν νέους δρόμους, κάποιες φορές λεωφόρους στο πνεύμα. Ο νέος ποιητής εν αγνοία του γκρεμίζει και χτίζει την ίδια στιγμή το οικοδόμημα που θα στεγάσει τη σκέψη του τα επόμενα χρόνια.

Αλλά, αν η νεανική ποίηση έχει σφοδρότητα και χάρη, εντυπωσιασμό και εκρηκτικότητα, η ποίηση στο σύνολό της δεν είναι μόνο αυτό. Εκτός αν από αυτήν περιμένουμε μόνο την αμεριμνησία και την εκκωφαντική κραυγή.

* * * * * * * * * * * * * * * *

Κάνοντας μιαν αναδρομή στην ιστορία της ποίησης στέκομαι επιλεκτικά στους ποιητές που με δονούν περισσότερο από τους άλλους. Σαπφώ, Αρχίλοχος, Ευριπίδης, Ρωμανός, Καβάφης, Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης από τη μια κι από την άλλη Shakespeare, Goethe, Hoelderlin, Blake, Browning, Dickinson, Eliot, Stevens, για να αναφέρω λίγους, ίσως τους πιο αγαπημένους μου.

Από ποια ηλικία έγραψαν ποίηση, αλλά, κυρίως, τι είδους ποίηση έγραψαν σε κάθε ηλικία; Δεν θα αναφερθώ μόνο στο προφανές, ότι δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής τους γράφτηκε στην ώριμη ηλικία τους, αλλά κυρίως θα σταθώ στο ποιόν της ποίησης της ωριμότητας και στις αλλαγές που συντελέστηκαν, όχι τόσο στον τρόπο που έγραφαν ποίηση, αλλά κυρίως στον τρόπο που συλλάμβαναν την Ποίηση.

Έχω την αίσθηση (σκόπιμα επιλέγω αυτή τη λέξη) ότι ένας ποιητής, ένας στοχαστής ή αισθητής ξεκινά από την απόλυτη βίωση της ύλης και σιγά-σιγά απογειώνεται, εξαϋλώνεται, φτάνει όχι πια να συλλάβει, αλλά να δημιουργήσει το ασύλληπτο. Και έτσι να επικυρώσει και την έννοια της ποίησης ως δημιουργίας πραγματικής.

* * * * * * * * * * * * * * * *

Τα παραδείγματα στο σημείο αυτό είναι διαφωτιστικά, αν και επικίνδυνα, γιατί μπορεί να πει κανείς ότι η επιλογή από μόνη της ενέχει στοιχεία παραπλανητικά. Θα θέσω κάποια αντικειμενικά κριτήρια για να προχωρήσω. Θα ανοιχτώ στο χρόνο (θα προσπαθήσω και στο χώρο) και θα πάρω τα πρώτα-πρώτα ποιήματα, την πρώτη σελίδα, αν είναι δυνατόν, του έργου κάποιων ποιητών και την τελευταία. Για την επιλογή των ποιητών θα ακολουθήσω κυρίως την παραίνεση του Σεφέρη :

Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα –
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.
(Ζ΄ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ)

Ξεκινώ από τον Διονύσιο Σολωμό. Χρησιμοποιώ την έκδοση του Λίνου Πολίτη. Με εξυπηρετεί, καθώς παρουσιάζει το έργο κατά χρονολογική σειρά. Πρώτη-πρώτη σελίδα. Διαβάζω :

ΕΙΣ ΚΟΡΗΝ
Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΕΘΡΕΦΕΤΟ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ είμαι και κοιτάω ·
Πρόβαλε κει στα κάγκελα να ιδής που τραγουδάω.

Βγαίνει για σε γλυκύτατος απ’ την καρδιά μου ο στίχος ·
Ας τον αφήνει να περνά κι ας μην ζηλεύει ο τοίχος…

Διαβάζω παρακάτω :

ΑΝΘΟΥΛΑ

Αγάπησέ με, Ανθούλα μου, γλυκιά χρυσή μου ελπίδα…

ΠΟΘΟΣ

Αχ! νάσουνα μαζί μου,
Αγάπη μου Μερτούλα,
Σε τούτη τη βαρκούλα
Με τ’ άσπρο το πανί…

Ο έρωτας και το τραγούδι. Η απογείωση του ρομαντισμού. Και τι αρμονία! Τι ρυθμός! Ασκόνταφτη η γλώσσα τον τραγουδάει. Πηγαίο αίσθημα, έντονη η επίδραση της λαϊκής φωνής. Έχει κανείς την αίσθηση πως ακούει τους στίχους από ένα δημοτικό τραγούδι, από καντάδα επτανησιακή που κλείστηκε στα φύλλα ποιητικών σημειώσεων. «Ένα από τα πρώτα ποιητικά γυμνάσματα του Σολωμού» μας πληροφορεί ο Πολυλάς. Και είναι αλήθεια προγύμνασμα ποιητικό, τέτοιο που να προμηνύει την ποιητική εκτίναξη που θα ακολουθούσε, μόνο ή κυρίως στο πώς. Η γλώσσα, η αβασταγή κι ο θρίαμβος του Σολωμού, έχει αρχίσει να διαφαίνεται ήδη. Αλλά ως εκεί. Είναι μόνο αυτό ποίηση; Είχε δίκιο ο Ελύτης να θεωρεί τον Σολωμό πρόδρομο της «καθαρής ποίησης» στην Ελλάδα. Αλλά είναι μόνο αυτό που αποζητά κανείς, όταν διαβάζει ποίηση; Όταν διαβάζει την ποίηση του Σολωμού; Ο Σολωμός μόχθησε και κατόρθωσε να ακυρώσει ο ίδιος τα πρωτόλειά του, αν κρίνει κανείς υπό το πρίσμα του ποιητικού στοχασμού του που ξεδιπλώθηκε στα έργα της ωριμότητάς του.
Για τη δικαιοσύνη αντιγράφω από λίγο παρακάτω :

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου,
Και της ομορφιάς θεά·
Μου εφαινότουν όπως ήμουν
Μετ’ εσένα μία νυχτιά.
Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι
Περπατούσαμε μαζί·
Όλα ελάμπανε τ’ αστέρια
Και τα κοίταζες εσύ

Εγώ τσόλεα : Πέστε, αστέρια,
Είν’ κανέν’ από τ’ εσάς,
Που να λάμπει από ’κει απάνου
Σαν τα μάτια της κυράς;

. . . . . . . . .

Ό,τι είπα αυτά τα λόγια,
Μου εφάνηκε ομπρός
Άλλες κόρες στολισμένες
Με του φεγγαριού το φως.

. . . . . . . . .

Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
Όπου μόδινες γλυκά,
Εξεφύτρωνε άλλο ρόδο
Από την τριανταφυλλιά.

. . . . . . . . .
Τούτο ειν’ τ’ όνειρο, ψυχή μου·
Τώρα στέκεται εις εσέ
Να το κάμης ν’ αληθέψε
Και να θυμηθής για με.

Το φυσικό ενωμένο με το μεταφυσικό. Πρώτα σπέρματα του ονείρου στην ποίηση του Σολωμού. Η σύνδεση ουρανού και γης, αλλά, με ερέθισμα τον απόλυτο έρωτα, το συγκεκριμένο βίωμα και τον φανερό αποδέκτη.
Αν ποίηση είναι η αποκρυστάλλωση του έως τότε ανείπωτου, τότε με βεβαιότητα η διαύγεια του κρυστάλλου είναι η έκφραση, αλλά η δύναμη το σχήμα, το σώμα και η πληρότητα που αυτό φέρει είναι η διάνοια πίσω απ’ αυτήν. Διαβάζω στο τελευταίο έργο που παρουσιάζεται στην έκδοση Πολίτη :

ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
[CARMEN SECULARE]

Δεν είναι χόρτο ταπεινό, χαμόδεντρο δεν είναι·
Βρύσες απλώνει τα κλαδιά το δέντρο στον αέρα·
Μην καρτερείς εδώ πουλί, και μη προσμένεις χλόη·
Γιατί τα φύλλ’ αν είν’ πολλά, σε κάθε φύλλο πνεύμα.
Το ψηλό δέντρ’ ολόκληρο κι’ ηχολογά κι’ αστράφτει
Μ’ όλους της τέχνης τους ηχούς, με τα’ ουρανού τα φώτα.

Σαστίζ’ η γη κι’ η θάλασσα κι ο ουρανός το τέρας,
Το μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης,
Κι αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα,
Χίλιες χιλιάδες άσματα μιλούν και κάνουν ένα.
Στο δέντρο κάτου δέησην έκαμ’ η βοσκοπούλα·
Τα’ άστρα γοργά τη δέχτηκαν καθώς η γη τον ήλιο.
Τα Σεραφείμ εγνώρισαν το βάθος της αγάπης,
Κι ολόκληρ’ η Παράδεισο διπλή Παράδεισό ’ναι.
Ποιος είχε πει που σούμελλε, πέτρα, να βγάλης ρόδο;

. . . . . . . . . . . . . . .

Αλλά πού τώρα βρίσκονται τα κάτασπρα ποδάρια;
Πού ’ναι το στήθος τ’ όμορφο που τέτοιους κόσμους έχει;

Στ’ αμπέλ’ η κόρη κάθεται και παίζει με τα’ αρνί της.

Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό κι αντέγραψα όλο το απόσπασμα. Η μαγεία της γλωσσικής κατάκτησης εμφανής. Αναγνωρίζει κανείς πυκνωμένο όλο τον γλωσσικό αγώνα του Σολωμού και τα τρόπαιά του. Αλλά και πόσο δυνατή διάνοια πίσω απ’ τις λέξεις. Η στοχαστική βάσανος του Λάμπρου, του Κρητικού, των Ελεύθερων Πολιορκημένων και του Πόρφυρα τώρα εδώ ξεδιπλωμένη ως απαύγασμα ιδεών, η συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου ποιητικού συστήματος! Ενώ στα νεανικά έργα κυριαρχεί ο οριζόντιος άξονας της προσέγγισης στο ανθρώπινο, ερωτικό εσύ, τώρα όλα στροβιλίζονται και οδεύουν στον κατακόρυφο άξονα της θέωσης, της απογείωσης των διανοημάτων, και μαζί; Της ποίησης.

* * * * * * * * * * * * * * * *

Αν αναρωτηθεί κανείς, ποιος είναι ο ποιητής που επηρέασε περισσότερο, είτε ως κατάφαση είτε ως άρνηση, την νεωτερική ποίηση στην Ελλάδα, νομίζω θα καταλήξει στον Καβάφη. Και είναι εντυπωσιακό που αυτός ο τόσο σπουδαίος αναμφίβολα ποιητής, με την παγκόσμια πλέον αναγνώριση, αποκήρυξε εν ζωή πολλά από τα πρώτα του ποιήματα. Είναι αλήθεια πως, εκτός από κάποια λιγοστά ξεσπάσματα, τα Αποκηρυγμένα δεν έχουν ούτε τη λαγαρή γλώσσα, ούτε το βάθος, ούτε την περίσκεψη, την ειρωνεία, στοιχεία για τα οποία εκτιμήθηκε το έργο του. Πρόχειρα ας συγκρίνει κανείς ένα από τα πρωιμότερα έργα του, το ποίημα «Η αρχαία Τραγωδία» (Μάρτιος 1893), ένα επιφανειακό εγκώμιο, με την τελευταία ποιητική εγγραφή «Ρωτούσε για την ποιότητα» (15 Μαΐου 1930), όπου απογυμνώνεται πλέον απόλυτα η κυνική πλάγια κριτική στα ήθη της εποχής του, η εξομολόγηση του ερωτισμού, ο γοητευτικά καλυμμένος αισθησιασμός.

Ειδικά η ποίηση του Καβάφη ανοίγει ένα κεφάλαιο στον προβληματισμό μας, που, νομίζω, θα πρέπει να μας απασχολήσει, όταν έρχεται στην κουβέντα το ζήτημα της ηλικίας των ποιητών. Για ποια ποίηση μιλάμε; Ποίηση ηρωική, λυρική, ρομαντική, στοχαστική μήπως; Εδώ, όταν φτάνουμε στο τελευταίο είδος, στοχασμός και Καβάφης σχεδόν είναι έννοιες επάλληλες. Θα έλεγα ότι η σύγχρονη ποίηση στο σύνολό της είναι στοχαστική. Με αυτό δεν θέλω να πω πως παλαιότεροι ποιητές είναι «αστόχαστοι», αλλά πως στην παλιότερη ποίηση υπερτερεί το βίωμα ως εξωτερικό ερέθισμα, ως ανταπόκριση στο εξωτερικό κάλεσμα, ως περιγραφή. Ο Καβάφης είναι νομίζω ο γνησιότερος εκπρόσωπος αυτού του είδους ποιητών που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ποιητές εργαστηρίου». Ακόμη κι εκεί που εκφράζεται ολοζώντανο το βίωμα, πρόκειται για ένα βίωμα διυλισμένο μέσα από δεκαετίες χρόνου.

* * * * * * * * * * * * * * * *

Με την ευκαιρία της αναφοράς στη στοχαστική ποίηση, θα αποτολμήσω μια παρέκβαση, ένα άνοιγμα στον χώρο. Σε ποια ηλικία άρχισε να γράφει ο Pound τα Cantos; Πότε έγραψε ο Eliot την Έρημη Χώρα, τα Τέσσερα Κουαρτέτα; Ο Stevens σε ποια ηλικία άρχισε να εκδίδει ποιήματά του; Είναι αλήθεια ότι υπάρχει η εξαίρεση του Rimbaud (και η ανάλογη πρώιμη ποιητική παραγωγή των ποιητών του fin de siècle). Αλλά ο Rimbaud είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Είχε την «τύχη» (και χρησιμοποιώ τη λέξη ως media vox) να ζήσει νωρίς, να γράψει νωρίς, να κλείσει τον κύκλο του νωρίς. Δυνατή παρουσία στο παγκόσμιο ποιητικό στερέωμα, αλλά, νομίζω, ικανή εξαίρεση για να επιβεβαιώσει τον κανόνα…

* * * * * * * * * * * * * * * *

Επανέρχομαι στα καθ’ ημάς. Ανοίγω στην πρώτη σελίδα των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του Σεφέρη και διαβάζω :

ΣΤΡΟΦΗ

Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι…

και συνεχίζω

ΑΡΓΑ ΜΙΛΟΥΣΕΣ

Αργά μιλούσες μπρος στον ήλιο
και τώρα είναι σκοτάδι
κι ήσουν της μοίρας μου το υφάδι
συ, που θα λέγαν Μπίλιω…

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ

Στη δημοσιά σαν αγκαλιά
δίκλωνη ενός διαβήτη,
του αγέρα δάχτυλα στη χήτη
και μίλια στην κοιλιά,

οι δυο μας φεύγαμε αδειανοί
βιτσιά για το ήπιο βλέμμα·
φτιασίδι ο νους, φτιασίδι το αίμα
γυμνοί! γυμνοί! γυμνοί!

και η περίφημη

ΑΡΝΗΣΗ

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της…


Αντιγράφω και την τελευταία ποιητική του συλλογή :

ΙΔ΄
(από το ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ, τρίτο από τα ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ)

Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα
και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.

Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.


Από πού την ξεκίνησε και πού την έφτασε την ποίησή του ο Σεφέρης; Στη Στροφή είναι ευδιάκριτο το βίωμα, και μάλιστα όχι μονάχα το ατομικό. Μοιράζεται ανάμεσα στο πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό. Ο έρωτας. Ο ποιητής προτείνει το χέρι στο εσύ. Το εσύ του έρωτά του. Κι η έκφραση, γενναία, αλλά, νομίζω, ακόμη δεμένη στο άρμα των προκατόχων του. Οι ρυθμοί επίσης.

Στην τελευταία του ποιητική συλλογή κυριαρχεί ο φιλοσοφικός στοχασμός. Κάτι που ποτέ δεν έλειψε από τα πρώτα κιόλας ποιήματα του Σεφέρη. Μόνο που εδώ εκτινάσσεται πλέον πέρα από το κοσμικό και το υπαρξιακό. Στο υπερκόσμιο και το συμπαντικό. Το μεταφυσικό. Γραμμένα την

Παραμονή της μακρύτερης μέρας
(Α΄ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ)

τα Τρία Κρυφά Ποιήματα είναι τάχα η ποιητική διαθήκη του Σεφέρη; Ο απολογισμός μια ζωής;

Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν ;
(Θ΄ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ)

Και μαζί ξεδιπλώνεται ένα ολόκληρο σύστημα δικαιοσύνης, νομοτέλειας κάτω από τον ήλιο, στην περιφέρειά του.

Κι ο ρυθμός! Από τους χαλαρούς, είναι αλήθεια, ιάμβους της Στροφής στον απόλυτα προσωπικό, και γι’ αυτό μοναδικό, ρυθμό, τον εσωτερικό ρυθμό της φωνής του ποιητή.

Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής…

Η γλώσσα του αβίαστη και φυσική, σαν αναπνοή, όχι σαν επιφώνημα. Ο ποιητής έχει κάνει από νωρίς την αυτοκριτική του για τη γλώσσα της ποίησης

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της…
(ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄)

για να καταλήξει στο απόσταγμα της σκέψης του

Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
(Θ΄ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ)

* * * * * * * * * * * * * * * *


Στην πρώτη σελίδα της ΠΟΙΗΣΗΣ του Ελύτη διαβάζω από τους ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥΣ :

ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι…

και παρακάτω :

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ

Ι.

Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.

ΙΙΙ.

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή

Έξω από το ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα!

Το σκηνικό που στοιχειοθετούν οι στίχοι αυτοί, τόσο ευκρινές! Η νεότητα, το όνειρο, η ωδίνη μιας εξομολόγησης, μια φωνή που καταλήγει σε ένα δοξαστικό επιφώνημα προς τα άστρα… Άλλωστε ο «νεανικός Ελύτης», επηρεασμένος βαθύτατα από τα μηνύματα του καιρού του, βλέπει τα στοιχεία και τα στοιχειά της φύσης μέσα από το «κρυφό μυστήριο» του υπερρεαλισμού (εγώ θα έλεγα της Ποίησης).

Σχεδόν εξήντα χρόνια αργότερα θα γράψει στην ακροτελεύτια σελίδα του ποιητικού του έργου :

Και να! Μια ημικατεστραμμένη Θήρα που ως Νίσυρος επανακτίστηκε με γεράνια τεράστια και νερά κυλιόμενα παλαιάς Ιλιάδας κελαρύσματα. Όπου σημαίνει του βαρβάρου δεύτερη άνοιξη, νόμος δεν γράφει, και πάσα του ήλιου ακταιωρός δεκτή, το άλκιμον ήμαρ και το εξ όλων των χρωμάτων εν και παλλευκον, το αχνάρι της μέλισσας κει που δεν ετελειώσαμε ποτέ. Φιλιά που δόθηκαν κι άλλα που δεν. Χαιρέτωσαν.
Ανθ’ ημών η αγάπη.
(ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ)

Το σύμπαν ξανακτίζεται. Το επιφώνημα εξακολουθεί να αναφωνείται, αλλά όχι πια μπροστά στην έκπληξη του περιβάλλοντος, δεν είναι δανεικό πλέον από τους ήχους του γύρω σύμπαντος. Αναφωνείται μπροστά στη δύναμη της ποιητικής δημιουργίας. Κι ως τέτοιαν εννοώ την επανασύνθεση των πραγμάτων σε μια νέα τάξη.

Κι αν στη νεότητά τους οι ποιητές είναι «ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)», στην ωριμότητα της ζωής και της ποίησής τους έχουν αποκρυσταλλώσει τις εντυπώσεις τους για τα πράγματα κι έχουν αναγεννήσει ιδέες, έχουν οι ίδιοι (ανα)βαπτισθεί τόσες και τόσες φορές στην κολυμπήθρα της Ποίησης κι έχουν αποκτήσει πια την εσωτερική φωνή, δική τους φωνή κι όχι αντίλαλο, όσο επιφωνηματική κι αν είναι.

Ο ποιητής παύει να είναι ο παρατηρητής, ο παραχαράκτης μιας πραγματικότητας, μέσα από τον ηθελημένα παραμορφωτικό φακό της Ποίησης, και γίνεται ο ίδιος δημιουργός μιας πραγματικότητας, για να μπει μέσα σ’ αυτήν ό ίδιος κι η Ποίησή του να την κατοικήσουν.

Ίσως θα ήταν ψευτοδίλημμα να βάλω κάποιον στη διαδικασία να επιλέξει ανάμεσα στη φρεσκάδα και την ορμή της νεανικής ποίησης και στον στοχασμό και της ποίησης της ωριμότητας. Έτσι κι αλλιώς ο ποιητής, αν θέλει να λέγεται τέτοιος, με νύχια και με δόντια κρατάει μέσα του τον έφηβο ως τα βαθιά του γεράματα. Από τον έφηβο όμως δεν κρατά την έκπληξη αλλά την δύναμη, το αίσθημα του ανικανοποίητου και τη δημιουργία.

* * * * * * * * * * * * * * * *

Οι ποιητές στην νεότητα ανακαλύπτουν τον κόσμο και μας συμπαρασύρουν κι εμάς σ’ αυτό τους το νέο κοίταγμα. Στην ωριμότητα, έχοντας αφομοιώσει τα υλικά που με κόπο πολύ περισυνέλεξαν, έχοντας απαλλαγεί από άλλα περιττά που τους κατέτρεχαν, ανασυνθέτουν τον κόσμο σε μια νέα πραγματικότητα. Χρειάζονται και τα δυο. Μόνο που το δεύτερο ανοίγει μια μεγαλύτερη προοπτική για το μέλλον…

Η νεότητα ανακαλύπτει, είναι αλήθεια, με την ορμή της άγνοιας. Είναι παρθένα και γι’ αυτό αναπαρθενεύει την τέχνη, την πιο καθαρή μορφή της ανθρώπινης έκφρασης. Ο νέος καλλιτέχνης είναι ο άδολος, ο αγνός και αγνώς. Ανακαλύπτει τη ζωή, τον έρωτα και ερωτεύεται μέσα από τη ζωή και μέσα από την τέχνη. Αυτή η ερωτοτροπία εξελίσσεται σιγά-σιγά σε μια σχέση σταθερή που αρχίζει να παίρνει τα χαρακτηριστικά των δύο εραστών · της τέχνης και του καλλιτέχνη.

Καθένας που δημιουργεί, που γράφει, πολύ περισσότερο που γράφει ποίηση, ακούει φωνές από ένα απώτατο παρελθόν κι από ένα απώτατο μέλλον. Οι πρώτες είναι οι φωνές των προγόνων του, όσων προηγήθηκαν κι εγχάραξαν στη ζωή και στην τέχνη το στίγμα τους. Οι δεύτερες είναι οι ανείπωτες, οι αδιαμόρφωτες, οι εν δυνάμει δικές του. Όλος ο αγώνας είναι να τις ακούσει καθαρά και να ξεδιαλέξει ποια από αυτές θα γίνει η δική του φωνή, αυτή που θα τον χαρακτηρίσει και θα την χαρακτηρίσει. Και η αλυσίδα συνεχίζεται αέναα… Ευτυχώς.
Και «οι λευκοφόροι εννοείτωσαν»...

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007

Η ηλικία της Ποίησης

Με αφορμή πρόσφατο ποστ της Λείας Βιτάλη σχετικό με απόσπασμα από συνέντευξη του Τζον Φόουλς, συγγραφέα του «Μάγου» και της «Γυναίκας του γάλλου υπολοχαγού», έγραψα ένα δοκίμιο με τίτλο «Η ηλικία της Ποίησης».
Σκέφτηκα αυτή τη φορά να αντιστρέψουμε τη διαδικασία · να γράψετε πρώτα εσείς τις απόψεις σας πάνω στο θέμα αυτό και μετά να αναρτήσω το δοκίμιο για…αντιρρήσεις και σχόλια. Παραθέτω το επίμαχο απόσπασμα :

Γιατί όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα έχουν γραφτεί από συγγραφείς που ήταν από 40 χρόνων και πάνω ενώ όλοι οι μεγάλοι ποιητές έγραψαν τα καλύτερα έργα τους όταν ήταν 20 χρόνων;

«Αν κρίνω από τους άγγλους ποιητές, οι περισσότεροι όντως έγραψαν τα έργα τους σε νεαρές ηλικίες, μηδέ εξαιρουμένου του Σαίξπηρ, ο οποίος επίσης ξεκίνησε αρκετά νέος. Για μένα η κορυφαία των τεχνών είναι η τέχνη του μυθιστορήματος, η ικανότητα να φτιάχνεις ιστορίες και να τις αφηγείσαι. Η ποίηση όμως δεν έχει να κάνει με αυτό. Η ποίηση έχει να κάνει με τη στιγμή. Η ποίηση δεν αφηγείται, αποκαλύπτει... Τραβάει το σεντόνι από το άγαλμα. Αυτό μπορείς να το κάνεις και παιδί. Το σεντόνι εύκολα το τραβάς. Το μυθιστόρημα θέλει δουλειά και άσκηση. Τα μυθιστορήματα γράφονται πρώτα με το σώμα και στη συνέχεια με το μυαλό και την ψυχή. Γι' αυτό και νομίζω ότι στο μυαλό των περισσότερων συγγραφέων ο κεραυνός στέλνει τη λάμψη του όταν βρίσκονται γύρω στην ηλικία των 30».

Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2007

ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙΙΟΜΣΙΡΤΠΟΤΑΚΙΤΝΑ

(μέρος 2ο)

ΟΛΟΝ ΚΑΙ ΜΕΡΟΣ…


Όπως κι αν αντιλαμβάνομαι την ποίηση, είτε ως αποκρυστάλλωση μιας σύλληψης, είτε ως αποτέλεσμα σκληρής, κάποιες φορές επώδυνης εργασίας, είτε ως καθρέφτισμα μιας εποχής, πάντα προσκρούω πάνω στον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να αποτιμούμε την αξία του ποιητή και του έργου του.

Υπάρχουν ποιητές που με φειδώ, με σύνεση, με αίσθημα αυτοελέγχου, καμιά φορά και λαμβάνοντας υπόψη αυτό που η εποχή τους προσδοκά, αυτολογοκρίνονται προσπαθώντας να ξεδιαλέξουν τα «καλά» από τα «κακά» τους έργα. Γίνονται ολιγογράφοι, κι αφήνουν πίσω τους ένα έργο μεστό, πυκνό, σχεδόν αψεγάδιαστο. Για το γούστο ποιας εποχής, δεν είναι του παρόντος να πει κανείς.

Άλλοι πάλι ορμούν μέσα στους κόλπους της τέχνης και συνεπαίρνονται από τα θέλγητρά της, καμιά φορά κι από τις ευκολίες (της τέχνης ή τις δικές τους) και μας αφήνουν ένα έργο που ο όγκος και η πολυμέρειά του είναι τέτοια που να εμφανίζουν κάπου-κάπου μειονεκτήματα, να δέχονται σε κάποια σημεία την αρνητική κριτική μας. Βρίσκουμε ψεγάδια, διαρροές, υπερβολές ή επαναλήψεις. Και η αποτίμηση του δημιουργού σκιάζεται από αυτά.

Τούτο το τελευταίο κριτήριο κι η κριτική που θεμελιώνεται πάνω του πάντοτε με έβρισκε αντίθετο. Υπάρχουν οι ευλογημένες συγκυρίες που στο πρόσωπο του ποιητή συνυπάρχει και ο κριτικός, αυτός που θα τον διαφυλάξει από τα ατοπήματα, που θα τον λογοκρίνει, που θα τον βοηθήσει με αγάπη, κάποιες φορές και με σκληρότητα, να πετάξει λέξεις, φράσεις, κείμενα ολόκληρα, διασφαλίζοντας έτσι τον αρραγή χαρακτήρα του έργου του. Ευσεβής πόθος! Και ευλογία για τον ίδιο. Και για μας επίσης.

Αν όμως παρ’ ελπίδα, ο ίδιος ο ποιητής παρασυρθεί από την απροσμέτρητη διάσταση της τέχνης του, από την ανθρώπινη αδυναμία που σκιρτάει μέσα του κάθε στιγμή, ακόμη κι απ’ την αλαζονεία ή την παραζάλη του ύψους, καθόλου δεν τον επικρίνω.

Δεν κρίνω σε έναν ποιητή παρά μονάχα αυτό το κομμάτι της ποίησής του με το οποίο μου έλαχε να συναντηθώ. Με συναρπάζει ένας και μόνο στίχος του, μια στροφή του, και δεν με κατατρέχει η ιδέα της αποτίμησης του συνόλου του έργου του. Δεν είμαι κριτικός και το έργο αυτό το αφήνω σ’ αυτούς. Η συνολική αποτίμηση του έργου ενός ποιητή είναι βέβαια μια συνήθεια ανθρώπινη, και όχι μόνο του καιρού μας. Μα δεν αποτελεί, τουλάχιστον για μένα, κριτήριο για την εκτίμηση, για την αγάπη λέω καλύτερα, προς έναν δημιουργό το σύνολο του έργου του. Και διαφωνώ που αποτιμούμε θετικά ή αρνητικά την λογοτεχνική αξία μόνο ή κυρίως του συνολικού έργου κάποιου που πέρασε και περιμένουμε στην γωνία για το πρώτο ολίσθημα κάποιου συγκαιρινού μας. Η σύνεση, η γνώση και η αυτοκριτική δεν με συγκινούν ως κριτήρια αποτίμησης του καλλιτέχνη. Μόνο τα πάθη που μπορεί να μου εμπνεύσει, λεπτά κι ευγενικά ή άγρια και αχαλίνωτα, κι ας είναι κάποιες φορές αυτά για να τον κάψουν, και μαζί κι εμένα.

Σκέφτομαι συχνά τη μοίρα των έργων των αρχαίων για παράδειγμα. Τι έχει διασωθεί από τη λαίλαπα του χρόνου; Ίσως (καμιά φορά με βεβαιότητα) ό,τι διέσωσε η τύχη. Άλλες φορές όμως, τις περισσότερες, τα καλύτερα. Μέσα από το «συλλογικό» γούστο ή το «λεπτό» κριτήριο κάποιων «ειδικών». Πόσα περισσότερα θα είχαμε κερδίσει, αν σώζονταν ακέραιο το έργο μιας Σαπφώς για παράδειγμα, ενός Ευριπίδη, για να μεταπηδήσω σε άλλο ποιητικό είδος. Κι αναρωτιέμαι. Αν μέσα στο έργο αυτό, το πλουσιότερο σε έκταση, διαπίστωνα επαναλήψεις, αν χωρίς την (ομολογούμενη;) γοητεία της αποσπασματικότητας διαπίστωνα πως ένα ποίημα καταλήγει απογοητευτικά, πως ξεκινά άτεχνα, πως κάνει κοιλιά ή πως επαναλαμβάνει εκφραστικούς τρόπους πολυδοκιμασμένους, θα είχα διαφορετική γνώμη γι’ αυτήν που έγραψε

Έρος δ’ ετίναξέ μοι
φρένας, ως άνεμος κάτ όρος δρύσιν εμπέτων.

και θα αποτιμούσα την ποιητική της διαφορετικά;

Αν ο Σολωμός δεν είχε βασανιστεί από την ανελέητη αναζήτηση της τελειότητας, κι αν τολμήσω να πω πως δεν επιθυμούσε να ολοκληρώσει τα αποσπάσματα των έργων του (τι θα πει ολοκλήρωση τάχα στην περίπτωση του Πόρφυρα;), να τα «δέσει» σε ένα όλον ικανοποιώντας τις λογοτεχνικές συμβάσεις που έφταναν ως τον καιρό του, θα με συντάραζε λιγότερο το

Ποιος είχε πει που σούμελλε, πέτρα, να βγάλης ρόδο;

και θ’ άλλαζε τη θέση του στο ποιητικό στερέωμα;

Αν ο Κάλβος είχε προτιμήσει να συνεχίσει την ποιητική του παραγωγή και πέραν των Ωδών (η σύνεση του ολιγογράφου που λέγαμε πρωτύτερα), αν ο Καρυωτάκης είχε επιβιώσει της ωδίνης και το έργο που συνέθετε στη συνέχεια αποδεικνυόταν κατώτερο της προαναγγελίας των λιγοστών ποιημάτων που πρόλαβε να γράψει, πώς θα τον είχε αξιολογήσει η κατοπινή κριτική; Υποθέσεις, θα πει κανείς. Και εν μέρει θα έχει δίκιο.

Το έχω γράψει κι αλλού. Τα «κακά» έργα πολλές φορές βαστάζουν πάνω τους την εκτίναξη ενός αριστουργήματος. Είναι σοφό να διακρίνει κανείς το χθαμαλό τους ύψος και να τα αποσύρει, ακόμη καλύτερο να μην τα δημοσιοποιεί καθόλου. Αλλά, αλήθεια, πάνω σε ποια ποιήματα τροχίστηκε το ποιητικό «μαχαίρι» του Καβάφη, αν όχι στα Αποκηρυγμένα;
Κι αν τα παραδείγματα αυτά προέρχονται όλα από ένα «εκ του ασφαλούς» ολοκληρωμένο και στην ολότητά του αποτιμημένο ως σπουδαίο έργο, τι να πει κανείς όμως για στίχους σαν κι αυτούς

Μαζούς χερσίν έχω, στόματι στόμα, και περί δειρήν
άσχετα λυσσώων βόσκομαι αργυφέην,
ούπω δ’ Αφρογένειαν όλην έλον · αλλ’ έτι κάμνω,
παρθένον αμφιέπων λέκτρον αναινομένην.
ήμισυ γαρ Παφίηι, το δ’ άρ’ ήμισυ δώκεν Αθήνηι ·
αυτάρ εγώ μέσσος τήκομαι αμφοτέρων.

του Παύλου Σιλεντιάριου, για τον βουλιμικό ερωτισμό τους, για την επαναστατικότητά τους μέσα στην εποχή που τους γέννησε, κι ας έγραψε ένα μέτριο ποίημα κατά παραγγελία για τα δεύτερα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας

ή αυτούς

Χαίρε, σοφίας θεού δοχείον·
χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον·
χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα·
χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα·
χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί·
χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί·
χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα·
χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα·
χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα·
χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα·
χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι·
χαίρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων·

του Ρωμανού του Μελωδού, όχι για το δογματικό τους περιεχόμενο, μα για την ασύλληπτη μεταρσίωση που προσφέρουν.

Υπάρχουν δημιουργοί που η έκταση του έργου τους στον οριζόντιο άξονα του πλάτους, της πολυμέρειας, και της ποσότητας ακόμα, ξεπερνά κάθε ανθρώπινη φαντασία. Αξιοθαύμαστο επίτευγμα. Η συγκίνηση όμως είναι άλλη υπόθεση. Σχετίζεται με το ύψος (κατ’ άλλους με το βάθος) της ποίησης. Κινείται σε έναν κατακόρυφο άξονα και γεννιέται ακόμη και στιγμιαία τόσο δυνατή, που αρκεί η σπίθα της να διατηρήσει τη φλόγα για πάντα.
Κάποιοι έχουν γεννηθεί μονάχα για να πουν ένα-δυο λόγια, λόγια που θα μείνουν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη μα και που κάποιες φορές, δίχως να το ξέρουν κι οι ίδιοι, επηρεάζουν την κατοπινή τους σκέψη κι αισθητική.
Δεν με νοιάζει το υπόλοιπο έργο του Καίσαρα Εμμανουήλ που έγραψε :

Έκλυτη, ένα γρανίτιον όραμα, είναι πλασμένη
για των αισθήσεων τις μακρές, δεινές επιληψίες.

ή του Κλέωνα Παράσχου

Δε θέλω τίποτε άλλο απόψε, τίποτε άλλο·
μόνο ν’ ακούω θέλω το θρόισμα που σέρνεις,
την πνοή σου μες από τα δέντρα, καλοκαίρι,
που αύριο θα φύγεις, που έχεις κιόλα φύγει.

ή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου…

Θα σκύψω πάνω του να βρω κι άλλες παρόμοιες εκρήξεις, να γοητευτώ από την συνέχεια, αν αυτή υπάρξει. Η συγκίνηση όμως που μου πρόσφερε η ακαριαία συνάντηση αρκεί για να τον κρατήσω ακριβό στην μνήμη. Η επαφή με τη λογοτεχνία, με την τέχνη γενικότερα, είναι μια υπόθεση αυστηρά προσωπική. Και, νομίζω, στιγμιαία.

Και για να καταλήξω. Αν η «απονιά των ανθρώπων» δεν άφηνε παρά ψήγματα του έργου του, θα είχα διαφορετική γνώμη γι’ αυτόν που έφτασε να συλλάβει και να αρμολογήσει το

Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές,
παρασταθείτε μου…

Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να με εκτινάξει στον ουρανό της Ποίησης.