Από ποια ηλικία έγραψαν ποίηση, αλλά, κυρίως, τι είδους ποίηση έγραψαν σε κάθε ηλικία; Δεν θα αναφερθώ μόνο στο προφανές, ότι δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής τους γράφτηκε στην ώριμη ηλικία τους, αλλά κυρίως θα σταθώ στο ποιόν της ποίησης της ωριμότητας και στις αλλαγές που συντελέστηκαν, όχι τόσο στον τρόπο που έγραφαν ποίηση, αλλά κυρίως στον τρόπο που συλλάμβαναν την Ποίηση.
Έχω την αίσθηση (σκόπιμα επιλέγω αυτή τη λέξη) ότι ένας ποιητής, ένας στοχαστής ή αισθητής ξεκινά από την απόλυτη βίωση της ύλης και σιγά-σιγά απογειώνεται, εξαϋλώνεται, φτάνει όχι πια να συλλάβει, αλλά να δημιουργήσει το ασύλληπτο. Και έτσι να επικυρώσει και την έννοια της ποίησης ως δημιουργίας πραγματικής.
* * * * * * * * * * * * * * * *
Τα παραδείγματα στο σημείο αυτό είναι διαφωτιστικά, αν και επικίνδυνα, γιατί μπορεί να πει κανείς ότι η επιλογή από μόνη της ενέχει στοιχεία παραπλανητικά. Θα θέσω κάποια αντικειμενικά κριτήρια για να προχωρήσω. Θα ανοιχτώ στο χρόνο (θα προσπαθήσω και στο χώρο) και θα πάρω τα πρώτα-πρώτα ποιήματα, την πρώτη σελίδα, αν είναι δυνατόν, του έργου κάποιων ποιητών και την τελευταία. Για την επιλογή των ποιητών θα ακολουθήσω κυρίως την παραίνεση του Σεφέρη :
Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα –
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.
(Ζ΄ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ)
Ξεκινώ από τον Διονύσιο Σολωμό. Χρησιμοποιώ την έκδοση του Λίνου Πολίτη. Με εξυπηρετεί, καθώς παρουσιάζει το έργο κατά χρονολογική σειρά. Πρώτη-πρώτη σελίδα. Διαβάζω :
ΕΙΣ ΚΟΡΗΝ
Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΕΘΡΕΦΕΤΟ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ είμαι και κοιτάω ·
Πρόβαλε κει στα κάγκελα να ιδής που τραγουδάω.
Βγαίνει για σε γλυκύτατος απ’ την καρδιά μου ο στίχος ·
Ας τον αφήνει να περνά κι ας μην ζηλεύει ο τοίχος…
Διαβάζω παρακάτω :
ΑΝΘΟΥΛΑ
Αγάπησέ με, Ανθούλα μου, γλυκιά χρυσή μου ελπίδα…
ΠΟΘΟΣ
Αχ! νάσουνα μαζί μου,
Αγάπη μου Μερτούλα,
Σε τούτη τη βαρκούλα
Με τ’ άσπρο το πανί…
Ο έρωτας και το τραγούδι. Η απογείωση του ρομαντισμού. Και τι αρμονία! Τι ρυθμός! Ασκόνταφτη η γλώσσα τον τραγουδάει. Πηγαίο αίσθημα, έντονη η επίδραση της λαϊκής φωνής. Έχει κανείς την αίσθηση πως ακούει τους στίχους από ένα δημοτικό τραγούδι, από καντάδα επτανησιακή που κλείστηκε στα φύλλα ποιητικών σημειώσεων. «Ένα από τα πρώτα ποιητικά γυμνάσματα του Σολωμού» μας πληροφορεί ο Πολυλάς. Και είναι αλήθεια προγύμνασμα ποιητικό, τέτοιο που να προμηνύει την ποιητική εκτίναξη που θα ακολουθούσε, μόνο ή κυρίως στο πώς. Η γλώσσα, η αβασταγή κι ο θρίαμβος του Σολωμού, έχει αρχίσει να διαφαίνεται ήδη. Αλλά ως εκεί. Είναι μόνο αυτό ποίηση; Είχε δίκιο ο Ελύτης να θεωρεί τον Σολωμό πρόδρομο της «καθαρής ποίησης» στην Ελλάδα. Αλλά είναι μόνο αυτό που αποζητά κανείς, όταν διαβάζει ποίηση; Όταν διαβάζει την ποίηση του Σολωμού; Ο Σολωμός μόχθησε και κατόρθωσε να ακυρώσει ο ίδιος τα πρωτόλειά του, αν κρίνει κανείς υπό το πρίσμα του ποιητικού στοχασμού του που ξεδιπλώθηκε στα έργα της ωριμότητάς του.
Για τη δικαιοσύνη αντιγράφω από λίγο παρακάτω :
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου,
Και της ομορφιάς θεά·
Μου εφαινότουν όπως ήμουν
Μετ’ εσένα μία νυχτιά.
Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι
Περπατούσαμε μαζί·
Όλα ελάμπανε τ’ αστέρια
Και τα κοίταζες εσύ
Εγώ τσόλεα : Πέστε, αστέρια,
Είν’ κανέν’ από τ’ εσάς,
Που να λάμπει από ’κει απάνου
Σαν τα μάτια της κυράς;
. . . . . . . . .
Ό,τι είπα αυτά τα λόγια,
Μου εφάνηκε ομπρός
Άλλες κόρες στολισμένες
Με του φεγγαριού το φως.
. . . . . . . . .
Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
Όπου μόδινες γλυκά,
Εξεφύτρωνε άλλο ρόδο
Από την τριανταφυλλιά.
. . . . . . . . .
Τούτο ειν’ τ’ όνειρο, ψυχή μου·
Τώρα στέκεται εις εσέ
Να το κάμης ν’ αληθέψε
Και να θυμηθής για με.
Το φυσικό ενωμένο με το μεταφυσικό. Πρώτα σπέρματα του ονείρου στην ποίηση του Σολωμού. Η σύνδεση ουρανού και γης, αλλά, με ερέθισμα τον απόλυτο έρωτα, το συγκεκριμένο βίωμα και τον φανερό αποδέκτη.
Αν ποίηση είναι η αποκρυστάλλωση του έως τότε ανείπωτου, τότε με βεβαιότητα η διαύγεια του κρυστάλλου είναι η έκφραση, αλλά η δύναμη το σχήμα, το σώμα και η πληρότητα που αυτό φέρει είναι η διάνοια πίσω απ’ αυτήν. Διαβάζω στο τελευταίο έργο που παρουσιάζεται στην έκδοση Πολίτη :
ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
[CARMEN SECULARE]
Δεν είναι χόρτο ταπεινό, χαμόδεντρο δεν είναι·
Βρύσες απλώνει τα κλαδιά το δέντρο στον αέρα·
Μην καρτερείς εδώ πουλί, και μη προσμένεις χλόη·
Γιατί τα φύλλ’ αν είν’ πολλά, σε κάθε φύλλο πνεύμα.
Το ψηλό δέντρ’ ολόκληρο κι’ ηχολογά κι’ αστράφτει
Μ’ όλους της τέχνης τους ηχούς, με τα’ ουρανού τα φώτα.
Σαστίζ’ η γη κι’ η θάλασσα κι ο ουρανός το τέρας,
Το μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης,
Κι αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα,
Χίλιες χιλιάδες άσματα μιλούν και κάνουν ένα.
Στο δέντρο κάτου δέησην έκαμ’ η βοσκοπούλα·
Τα’ άστρα γοργά τη δέχτηκαν καθώς η γη τον ήλιο.
Τα Σεραφείμ εγνώρισαν το βάθος της αγάπης,
Κι ολόκληρ’ η Παράδεισο διπλή Παράδεισό ’ναι.
Ποιος είχε πει που σούμελλε, πέτρα, να βγάλης ρόδο;
. . . . . . . . . . . . . . .
Αλλά πού τώρα βρίσκονται τα κάτασπρα ποδάρια;
Πού ’ναι το στήθος τ’ όμορφο που τέτοιους κόσμους έχει;
Στ’ αμπέλ’ η κόρη κάθεται και παίζει με τα’ αρνί της.
Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό κι αντέγραψα όλο το απόσπασμα. Η μαγεία της γλωσσικής κατάκτησης εμφανής. Αναγνωρίζει κανείς πυκνωμένο όλο τον γλωσσικό αγώνα του Σολωμού και τα τρόπαιά του. Αλλά και πόσο δυνατή διάνοια πίσω απ’ τις λέξεις. Η στοχαστική βάσανος του Λάμπρου, του Κρητικού, των Ελεύθερων Πολιορκημένων και του Πόρφυρα τώρα εδώ ξεδιπλωμένη ως απαύγασμα ιδεών, η συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου ποιητικού συστήματος! Ενώ στα νεανικά έργα κυριαρχεί ο οριζόντιος άξονας της προσέγγισης στο ανθρώπινο, ερωτικό εσύ, τώρα όλα στροβιλίζονται και οδεύουν στον κατακόρυφο άξονα της θέωσης, της απογείωσης των διανοημάτων, και μαζί; Της ποίησης.
* * * * * * * * * * * * * * * *
Αν αναρωτηθεί κανείς, ποιος είναι ο ποιητής που επηρέασε περισσότερο, είτε ως κατάφαση είτε ως άρνηση, την νεωτερική ποίηση στην Ελλάδα, νομίζω θα καταλήξει στον Καβάφη. Και είναι εντυπωσιακό που αυτός ο τόσο σπουδαίος αναμφίβολα ποιητής, με την παγκόσμια πλέον αναγνώριση, αποκήρυξε εν ζωή πολλά από τα πρώτα του ποιήματα. Είναι αλήθεια πως, εκτός από κάποια λιγοστά ξεσπάσματα, τα Αποκηρυγμένα δεν έχουν ούτε τη λαγαρή γλώσσα, ούτε το βάθος, ούτε την περίσκεψη, την ειρωνεία, στοιχεία για τα οποία εκτιμήθηκε το έργο του. Πρόχειρα ας συγκρίνει κανείς ένα από τα πρωιμότερα έργα του, το ποίημα «Η αρχαία Τραγωδία» (Μάρτιος 1893), ένα επιφανειακό εγκώμιο, με την τελευταία ποιητική εγγραφή «Ρωτούσε για την ποιότητα» (15 Μαΐου 1930), όπου απογυμνώνεται πλέον απόλυτα η κυνική πλάγια κριτική στα ήθη της εποχής του, η εξομολόγηση του ερωτισμού, ο γοητευτικά καλυμμένος αισθησιασμός.
Ειδικά η ποίηση του Καβάφη ανοίγει ένα κεφάλαιο στον προβληματισμό μας, που, νομίζω, θα πρέπει να μας απασχολήσει, όταν έρχεται στην κουβέντα το ζήτημα της ηλικίας των ποιητών. Για ποια ποίηση μιλάμε; Ποίηση ηρωική, λυρική, ρομαντική, στοχαστική μήπως; Εδώ, όταν φτάνουμε στο τελευταίο είδος, στοχασμός και Καβάφης σχεδόν είναι έννοιες επάλληλες. Θα έλεγα ότι η σύγχρονη ποίηση στο σύνολό της είναι στοχαστική. Με αυτό δεν θέλω να πω πως παλαιότεροι ποιητές είναι «αστόχαστοι», αλλά πως στην παλιότερη ποίηση υπερτερεί το βίωμα ως εξωτερικό ερέθισμα, ως ανταπόκριση στο εξωτερικό κάλεσμα, ως περιγραφή. Ο Καβάφης είναι νομίζω ο γνησιότερος εκπρόσωπος αυτού του είδους ποιητών που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ποιητές εργαστηρίου». Ακόμη κι εκεί που εκφράζεται ολοζώντανο το βίωμα, πρόκειται για ένα βίωμα διυλισμένο μέσα από δεκαετίες χρόνου.
* * * * * * * * * * * * * * * *
Με την ευκαιρία της αναφοράς στη στοχαστική ποίηση, θα αποτολμήσω μια παρέκβαση, ένα άνοιγμα στον χώρο. Σε ποια ηλικία άρχισε να γράφει ο Pound τα Cantos; Πότε έγραψε ο Eliot την Έρημη Χώρα, τα Τέσσερα Κουαρτέτα; Ο Stevens σε ποια ηλικία άρχισε να εκδίδει ποιήματά του; Είναι αλήθεια ότι υπάρχει η εξαίρεση του Rimbaud (και η ανάλογη πρώιμη ποιητική παραγωγή των ποιητών του fin de siècle). Αλλά ο Rimbaud είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Είχε την «τύχη» (και χρησιμοποιώ τη λέξη ως media vox) να ζήσει νωρίς, να γράψει νωρίς, να κλείσει τον κύκλο του νωρίς. Δυνατή παρουσία στο παγκόσμιο ποιητικό στερέωμα, αλλά, νομίζω, ικανή εξαίρεση για να επιβεβαιώσει τον κανόνα…
* * * * * * * * * * * * * * * *
Επανέρχομαι στα καθ’ ημάς. Ανοίγω στην πρώτη σελίδα των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του Σεφέρη και διαβάζω :
ΣΤΡΟΦΗ
Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι…
και συνεχίζω
ΑΡΓΑ ΜΙΛΟΥΣΕΣ
Αργά μιλούσες μπρος στον ήλιο
και τώρα είναι σκοτάδι
κι ήσουν της μοίρας μου το υφάδι
συ, που θα λέγαν Μπίλιω…
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ
Στη δημοσιά σαν αγκαλιά
δίκλωνη ενός διαβήτη,
του αγέρα δάχτυλα στη χήτη
και μίλια στην κοιλιά,
οι δυο μας φεύγαμε αδειανοί
βιτσιά για το ήπιο βλέμμα·
φτιασίδι ο νους, φτιασίδι το αίμα
γυμνοί! γυμνοί! γυμνοί!
και η περίφημη
ΑΡΝΗΣΗ
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της…
Αντιγράφω και την τελευταία ποιητική του συλλογή :
ΙΔ΄
(από το ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ, τρίτο από τα ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ)
Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα
και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.
Από πού την ξεκίνησε και πού την έφτασε την ποίησή του ο Σεφέρης; Στη Στροφή είναι ευδιάκριτο το βίωμα, και μάλιστα όχι μονάχα το ατομικό. Μοιράζεται ανάμεσα στο πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό. Ο έρωτας. Ο ποιητής προτείνει το χέρι στο εσύ. Το εσύ του έρωτά του. Κι η έκφραση, γενναία, αλλά, νομίζω, ακόμη δεμένη στο άρμα των προκατόχων του. Οι ρυθμοί επίσης.
Στην τελευταία του ποιητική συλλογή κυριαρχεί ο φιλοσοφικός στοχασμός. Κάτι που ποτέ δεν έλειψε από τα πρώτα κιόλας ποιήματα του Σεφέρη. Μόνο που εδώ εκτινάσσεται πλέον πέρα από το κοσμικό και το υπαρξιακό. Στο υπερκόσμιο και το συμπαντικό. Το μεταφυσικό. Γραμμένα την
Παραμονή της μακρύτερης μέρας
(Α΄ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ)
τα Τρία Κρυφά Ποιήματα είναι τάχα η ποιητική διαθήκη του Σεφέρη; Ο απολογισμός μια ζωής;
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν ;
(Θ΄ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ)
Και μαζί ξεδιπλώνεται ένα ολόκληρο σύστημα δικαιοσύνης, νομοτέλειας κάτω από τον ήλιο, στην περιφέρειά του.
Κι ο ρυθμός! Από τους χαλαρούς, είναι αλήθεια, ιάμβους της Στροφής στον απόλυτα προσωπικό, και γι’ αυτό μοναδικό, ρυθμό, τον εσωτερικό ρυθμό της φωνής του ποιητή.
Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής…
Η γλώσσα του αβίαστη και φυσική, σαν αναπνοή, όχι σαν επιφώνημα. Ο ποιητής έχει κάνει από νωρίς την αυτοκριτική του για τη γλώσσα της ποίησης
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της…
(ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄)
για να καταλήξει στο απόσταγμα της σκέψης του
Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
(Θ΄ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ)
* * * * * * * * * * * * * * * *
Στην πρώτη σελίδα της ΠΟΙΗΣΗΣ του Ελύτη διαβάζω από τους ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥΣ :
ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι…
και παρακάτω :
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
Ι.
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.
ΙΙΙ.
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από το ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα!
Το σκηνικό που στοιχειοθετούν οι στίχοι αυτοί, τόσο ευκρινές! Η νεότητα, το όνειρο, η ωδίνη μιας εξομολόγησης, μια φωνή που καταλήγει σε ένα δοξαστικό επιφώνημα προς τα άστρα… Άλλωστε ο «νεανικός Ελύτης», επηρεασμένος βαθύτατα από τα μηνύματα του καιρού του, βλέπει τα στοιχεία και τα στοιχειά της φύσης μέσα από το «κρυφό μυστήριο» του υπερρεαλισμού (εγώ θα έλεγα της Ποίησης).
Σχεδόν εξήντα χρόνια αργότερα θα γράψει στην ακροτελεύτια σελίδα του ποιητικού του έργου :
Και να! Μια ημικατεστραμμένη Θήρα που ως Νίσυρος επανακτίστηκε με γεράνια τεράστια και νερά κυλιόμενα παλαιάς Ιλιάδας κελαρύσματα. Όπου σημαίνει του βαρβάρου δεύτερη άνοιξη, νόμος δεν γράφει, και πάσα του ήλιου ακταιωρός δεκτή, το άλκιμον ήμαρ και το εξ όλων των χρωμάτων εν και παλλευκον, το αχνάρι της μέλισσας κει που δεν ετελειώσαμε ποτέ. Φιλιά που δόθηκαν κι άλλα που δεν. Χαιρέτωσαν.
Ανθ’ ημών η αγάπη.
(ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ)
Το σύμπαν ξανακτίζεται. Το επιφώνημα εξακολουθεί να αναφωνείται, αλλά όχι πια μπροστά στην έκπληξη του περιβάλλοντος, δεν είναι δανεικό πλέον από τους ήχους του γύρω σύμπαντος. Αναφωνείται μπροστά στη δύναμη της ποιητικής δημιουργίας. Κι ως τέτοιαν εννοώ την επανασύνθεση των πραγμάτων σε μια νέα τάξη.
Κι αν στη νεότητά τους οι ποιητές είναι «ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)», στην ωριμότητα της ζωής και της ποίησής τους έχουν αποκρυσταλλώσει τις εντυπώσεις τους για τα πράγματα κι έχουν αναγεννήσει ιδέες, έχουν οι ίδιοι (ανα)βαπτισθεί τόσες και τόσες φορές στην κολυμπήθρα της Ποίησης κι έχουν αποκτήσει πια την εσωτερική φωνή, δική τους φωνή κι όχι αντίλαλο, όσο επιφωνηματική κι αν είναι.
Ο ποιητής παύει να είναι ο παρατηρητής, ο παραχαράκτης μιας πραγματικότητας, μέσα από τον ηθελημένα παραμορφωτικό φακό της Ποίησης, και γίνεται ο ίδιος δημιουργός μιας πραγματικότητας, για να μπει μέσα σ’ αυτήν ό ίδιος κι η Ποίησή του να την κατοικήσουν.
Ίσως θα ήταν ψευτοδίλημμα να βάλω κάποιον στη διαδικασία να επιλέξει ανάμεσα στη φρεσκάδα και την ορμή της νεανικής ποίησης και στον στοχασμό και της ποίησης της ωριμότητας. Έτσι κι αλλιώς ο ποιητής, αν θέλει να λέγεται τέτοιος, με νύχια και με δόντια κρατάει μέσα του τον έφηβο ως τα βαθιά του γεράματα. Από τον έφηβο όμως δεν κρατά την έκπληξη αλλά την δύναμη, το αίσθημα του ανικανοποίητου και τη δημιουργία.
* * * * * * * * * * * * * * * *
Οι ποιητές στην νεότητα ανακαλύπτουν τον κόσμο και μας συμπαρασύρουν κι εμάς σ’ αυτό τους το νέο κοίταγμα. Στην ωριμότητα, έχοντας αφομοιώσει τα υλικά που με κόπο πολύ περισυνέλεξαν, έχοντας απαλλαγεί από άλλα περιττά που τους κατέτρεχαν, ανασυνθέτουν τον κόσμο σε μια νέα πραγματικότητα. Χρειάζονται και τα δυο. Μόνο που το δεύτερο ανοίγει μια μεγαλύτερη προοπτική για το μέλλον…
Η νεότητα ανακαλύπτει, είναι αλήθεια, με την ορμή της άγνοιας. Είναι παρθένα και γι’ αυτό αναπαρθενεύει την τέχνη, την πιο καθαρή μορφή της ανθρώπινης έκφρασης. Ο νέος καλλιτέχνης είναι ο άδολος, ο αγνός και αγνώς. Ανακαλύπτει τη ζωή, τον έρωτα και ερωτεύεται μέσα από τη ζωή και μέσα από την τέχνη. Αυτή η ερωτοτροπία εξελίσσεται σιγά-σιγά σε μια σχέση σταθερή που αρχίζει να παίρνει τα χαρακτηριστικά των δύο εραστών · της τέχνης και του καλλιτέχνη.
Καθένας που δημιουργεί, που γράφει, πολύ περισσότερο που γράφει ποίηση, ακούει φωνές από ένα απώτατο παρελθόν κι από ένα απώτατο μέλλον. Οι πρώτες είναι οι φωνές των προγόνων του, όσων προηγήθηκαν κι εγχάραξαν στη ζωή και στην τέχνη το στίγμα τους. Οι δεύτερες είναι οι ανείπωτες, οι αδιαμόρφωτες, οι εν δυνάμει δικές του. Όλος ο αγώνας είναι να τις ακούσει καθαρά και να ξεδιαλέξει ποια από αυτές θα γίνει η δική του φωνή, αυτή που θα τον χαρακτηρίσει και θα την χαρακτηρίσει. Και η αλυσίδα συνεχίζεται αέναα… Ευτυχώς.
Και «οι λευκοφόροι εννοείτωσαν»...