Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

Α Κ Ρ Ο Σ Τ Ι Χ Ι Δ Α

Εκεί που κρύβεται το φως
Λάμπει τ' ωραίο χαμόγελό σου
Ίσως για να μου δείξει πως
Σε αγαπώ, όσο βαθύς
Ωκεανός.

Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2007

ένα Limerick για τον γιο μου

Ένα ψαράκι απ' το Πεκίνο
συνάντησε έναν αρλεκίνο
κρεμασμένο από κορδέλες
που κρατούσανε σαρδέλες
στη θάλασσα έξω απ' το Πεκίνο.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007

ένα Limerick για την κόρη μου

Ήταν ένα κορίτσι απ' την Αθήνα
και μέρα μεσημέρι είχε βαλθεί να
παίξει με μια γάτα
και δυο πουλιά φευγάτα
το γελαστό κορίτσι απ' την Αθήνα.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2007

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ


Μέσα στη μέση, στα νερά
πικρός καρπός δικοτυλήδονος,
η ετερότητα πριν την ένωση.
Πόσες δυνάμεις εκλύονται,
όταν το φως αναβλύζει
μπροστά μας
τόσο φυσικά ανεξήγητα.
Ο γενέθλιος τόπος της νόησης –
εκεί ο προορισμός.
Επανάληψη
και το λυτρωτικό σφάλμα
της δημιουργίας
σε ασύλληπτη καθαρότητα.
Αντλώ τα ύδατα
από την αχειροποίητη στέρνα,
παλίνδρομη κίνηση
που διδάχτηκα.
Τόσες φωνές δικαιωμένες εντός μου
γίνονται το αναπόδραστο σχέδιο.




Το παρελθόν κυοφορείται στο μέλλον μου.



(από την ανέκδοτη συλλογή "καινός διαιρέτης")

Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2007

ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙΙΟΜΣΙΡΤΠΟΤΑΚΙΤΝΑ
(μέρος 1ο)

ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ

στον Τάσο, δικαίως


Η Ποίηση ήρθε στη ζωή μου αναπάντεχα, ανεπαίσθητα και απλά. Αν ξεχωρίσω την Ποίηση ως πραγματικότητα και παρατήρηση – βίωση του καθολικού πες καλύτερα – από τη μια, και ως διαδικασία, ως καταγραφή και συμπύκνωση μιας πραγματικότητας από την άλλη, τότε θα πρέπει να ομολογήσω πως, τουλάχιστον την πρώτη, την συνάντησα πολύ νωρίς.
Η ικανότητα του ποιητή, του δημιουργού (κι ως τέτοιον ονομάζω όχι μόνο αυτόν που γράφει Ποίηση, αλλά κυρίως αυτόν που την αισθάνεται ολόγυρά του κι αυτόν που την εκφράζει με όποια μέσα) είναι να βλέπει το αόρατο, να διαισθάνεται το απαρατήρητο, να συμπυκνώνει δυνάμεις, να τις αποκρυσταλλώνει σε μια τελική (;) μορφή, αυτήν του ποιήματος.
Δεν ξέρω τι θα πει καλό, πολύ περισσότερο τι θα πει κακό ποίημα. Ξέρω όμως πως αν πρέπει να θέσω κάποια κριτήρια για το αρραγές ποίημα, πιο πολύ για μένα τον ίδιο, τότε θα κατέληγα σε δυο.
Το πρώτο, να διεκδικεί το ποίημα μια θέση στο ανεξάντλητο πάντα άπειρο. Η ιδέα που μεταφέρει να δικαιώνει την ύπαρξή του στα άγνωρα μέρη της συνείδησής μας. Ένα τέτοιο ποίημα προκαλεί το ξάφνιασμα, κάποιες φορές τους κραδασμούς του αγνώστου μα και την ίδια στιγμή την αταραξία του από πάντα γνώριμου και ξεκάθαρου, έστω κι αν έως τότε ασύλληπτου.
Το δεύτερο, να παίρνει η μορφή του την υφή του βότσαλου τη λεία, τη στιλπνή, συχνά και την υγρή μέσα στο στόμα. Κι είναι έτσι που δοκιμάζω τα ποιήματα, τα δικά μου και των άλλων. Είναι κάποιες φορές που σκαλώνει στη γλώσσα μου μια αίσθηση τραχιά, όλο εξογκώματα και αγριάδες κι άλλοτε, ω ευτυχισμένες ώρες, νιώθω πως πιπιλάω ένα μικρό ολοκάθαρο βότσαλο, τέτοιο που οι δυνάμεις που συμπυκνώθηκαν το έφτιαξαν για να το φέρω στα χείλη μου.
Κάνω λόγο για την Ποίηση ως σύλληψη και καταγραφή, ως αποκρυστάλλωση της άλλης Ποίησης, αυτής της δυσδιάκριτης διαύγειας. Γι’ αυτό πιστεύω πως, ανεξάρτητα από το πότε πρωτόγραψα ποιήματα (αν δεν είναι – και δεν θέλω να είναι – η ποίησή μου επιφωνηματική, καλώς άργησε να έρθει, μιας κι η απόλυτη νεότητα είναι γεμάτη επιφωνήματα), από πολύ νωρίς ΕΝ-έγραφα. Με άλλα μάτια, περίεργα, λιμασμένα, ολωσδιόλου αποκομμένα καμιά φορά από τους γύρω μου.
Έπρεπε να έρθει η αποτύπωση στο χαρτί, για να μου ερμηνεύσει τόσα πολλά, πρώτα και κύρια γύρω από μένα τον ίδιο.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 19, 2007


e. e. cummings (1894-1962)

μ’ αρέσει το σώμα μου πλάι στο δικό σου

μ’ αρέσει το σώμα μου πλάι στο δικό σου
σώμα. Τόσο καινούργιο.
Καλύτεροι οι μυώνες και πιο πολλά τα νεύρα.
μ’ αρέσει το σώμα σου. μ’ αρέσει ό,τι κι αν κάνει,
μ’ αρέσει όπως κι αν το κάνει. μ’ αρέσει να αισθάνομαι τη
ραχοκοκαλιά
του σώματός σου και τα κόκαλα της, και την τρεμουλιαστή
κρουστή απαλότητα που
ξανά και ξανά και ξανά θα
φιλήσω, μ’ αρέσει να φιλώ τούτο κι εκείνο σου,
μ’ αρέσει, αργά να χαϊδεύω το σκανδαλιστικό χνούδι
στο ηλεκτρισμένο τρίχωμά σου και ό,τι είν’ αυτό που έρχεται
πάνω στα μέλη της σάρκας σου...και τα μάτια μεγάλα ψίχουλα αγάπης,

και ίσως μ’ αρέσει η ανατριχίλα

από τα μέλη σου κάτω από μένα τόσο αλλαγμένα.

&(1925)

πίνακας e.e.cummings (loving couple)

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

Μεταφράζω ό,τι αγαπώ (μέρος β΄)

Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί

τα αισθησιακά

Σ Α Π Φ Ω



20D

και ποθήω και μάομαι

* * * * * *

ποθώ μαζί και λαχταρώ



50D

Έρος δ’ ετίναξέ μοι
φρένας, ως άνεμος κάτ όρος δρύσιν εμπέτων.

* * * * * * * * * * * *

Έρωτας μου πήρε τα μυαλά,
όπως χιμάει ο άνεμος στα όρη στις βελανιδιές.


48D

Ήλθες, κάλ’ επόησας, έγω δέ σ’ εμαιόμαν,
αν δ’ έφλυξας έμαν φρένα καιομέναν πόθωι

* * * * * * * * * * * *

Ήρθες, καλά που έκανες, κι εγώ σε λαχταρούσα
τα σωθικά μου κόχλαζαν, καίγονταν απ’ τον πόθο



114D

Γλύκηα μάτερ, ού τοι δύναμαι κρέκην τον ίστον
πόθωι δάμεισα παίδος βραδίναν δι’ Αφρόδιταν.

* * * * * * * * * * * * *

Γλυκιά μου μάνα, δε μπορώ πια να χτυπώ το υφάδι
απ’ του παλικαριού τον πόθο λαβωμένη
που μού ’στειλε η λυγερή Αφροδίτη.



116D

οίον το γλυκύμαλον ερεύθεται άκρωι επ’ ύσδωι,
άκρον επ’ ακροτάτωι, λελάθοντο δε μαλοδρόπηες ·
ου μαν εκλελάθοντ’, αλλ’ ουκ εδύναντ’ επίκεσθαι.

* * * * * * * * * * * * *

σαν τον γλυκύτερο καρπό μεστώνει στο τελευταίο κλαρί,
στην άκρη άκρη των ακρών, κι οι τρυγητές το ξέχασαν ·
δεν τό ’χουν ξεχασμένο, μον’ να το φτάσουν δεν μπορούν.



127D

Τίωι σ’, ω φίλε γάμβρε, κάλως εικάσδω;
όρπακι βραδίνωι σε μάλιστ’ εικάσδω.

* * * * * * * * * *

Με τι, γαμπρέ μου, να σε παρομοιάσω;
Όμοιο με λυγερό κλαρί σε παρομοιάζω.



90D

Δεύτέ νυν άβραι Χάριτες καλλίκομοί τε Μούσαι

* * * * * * * * * * * * *

Γεια σας γλυκές μου Χάριτες, μακρυμαλλούσες Μούσες



137D

Έρος δηύτέ μ’ ο λυσιμέλης δόνει,
γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον.

* * * * * * * * *

Να που ο έρωτας, που παραλύει τα μέλη,
με δονεί
γλυκόπικρο, ανίκητο σερπετό.



128 D

σοί χάριεν μέν είδος, όππατα δ’
μέλλιχ’ , έρος δ’ επ’ ιμέρτωι κέχυται προσώπωι
τετίμακ’ έξοχά σ’ Αφρόδιτα

* * * * * * * * * * * *

Γλυκιά η θωριά σου, τα μάτια σου
μελένια, έρωτας χύνεται στο ποθητό σου πρόσωπο
ξεχωριστά σ’ έχει προικίσει η Αφροδίτη.




94D

δέδυκε μεν α σελάννα και πληίαδες · μέσαι δέ
νύκτες, παρά δ’ έρχετ’ ώρα, έγω δε μόνα κατεύδω.

* * * * * * * * * * * * *

κρύφτηκαν το φεγγάρι κι οι πλειάδες ·
μεσάνυχτα ·
η ώρα περνά
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007

Μεταφράζω ό,τι αγαπώ...
Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί

τα αισθησιακά

(α΄ μέρος)

Α Ρ Χ Ι Λ Ο Χ Ο Σ



25D

έχουσα θαλλόν μυρσίνης ετέρπετο
ροδής τε καλόν άνθος,
η δέ οι κόμη
ώμους κατεσκίαζε καί μετάφρενα.

* * * * * * * * *

Κρατούσε τρυφερό κλαρί μυρτιάς
κι όμορφο ρόδο
κι ευφραινόταν
και τα μαλλιά της
σκίαζαν τους ώμους και την πλάτη.



26D

εσμυρισμένας κόμας
καί στήθος, ως αν καί γέρων ηράσσατο.

* * * * * * * * * * *

μοσχοβόλιστα μαλλιά
και στήθος, μέχρι και γέροντα θα κόλαζε.



71D

ει γαρ ως εμοί γένοιτο χείρα Νεοβούλης θιγείν.

* * * * * * * * * * *

Αχ, ας γινόταν ν’ άγγιζα το χέρι της Νεοβούλης.



72D

καί πεσείν δρήστην επ’ ασκόν καπί γαστρί γαστέρα
προσβαλείν μηρούς τε μηροίς

* * * * * * * * * * * * *

να γείρει με ορμή και, κοιλιά πάνω στην κοιλιά,
να χωθούν στα λαγόνια οι μηροί



104D

δύστηνος έγκειμαι πόθωι
άψυχος, χαλεπήισι θεών οδύνηισιν έκητι
πεπαρμένος δι’ οστέων.

* * * * * * * * * * *

δυστυχισμένος κείτομαι απ’ τον πόθο
δίχως πνοή, απ’ τις πικρές ωδίνες των θεών
ως το μεδούλι τρυπημένος.



112D

τοίος γάρ εκ φιλότητος έρως υπό καρδίην ελυσθείς
πολλήν κατ’ αχλύν ομμάτων έχευεν
κλέψας εκ στηθέων απαλάς φρένας.

* * * * * * * * * * * * *

Τέτοιος απ’ την καρδιά μου πόθος έρωτα ξεχύθηκε
Στα μάτια μου έφερε τη σκοτεινιά
Κι αρπαξε την ψυχή μου απ’ τα στήθη.



118D

αλλά μ’ ο λυσιμελής, ω ’ταίρε, δάμναται πόθος.

* * * * * * * * * * * * * *

Φίλε μου, ο πόθος παραλύει τα μέλη μου και με δαμάζει.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2007

Η τοιχογραφία της Άνοιξης





Ανοίγω τα χέρια μου
στις χαρακιές των δυνάμεων
και βρίσκω στο δρόμο μου
εντός μου ανατολή.

Με το ελάχιστο
και αύρα μου τις λέξεις
πορεύομαι ψάχνοντας
άπιαστο άνθισμα.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2007

IS – EA – ID


Α υ τ ή
χορεύει ολόγυρά μας, αόρατη
μαζί με όλες τις δυνάμεις
εκλύεται απ’ το σώμα και σώμα γίνεται.
Βρίσκεται μόλις ένα βήμα εμπρός απ’ το παρόν κι ας είναι
τόσο άγνωστη · σπέρνει, εξοντώνει, ανακυκλώνει
απαρατήρητη κι ωστόσο
είμαστε εμείς α υ τ ή.

Κανείς ποτέ του δεν την έχει δει,
όπως κάποιοι τη θάλασσα,
όπως όλοι τον πυρήνα της γης τον φλεγόμενο,
τον μακρινό στο διάστημα βυθό,
τον θεό, αλλά πιστεύουν,
ελπίζουν και ζητούν.

Όταν μετά από πυκνή νεροποντή α υ τ ή ατμίζει στον αιθέρα, κάτοπτρο
α υ τ ό ς,

προβάλλει καθαρά τη λάμψη που αναδύεται καινούργια πραγματικότητα
ε κ ε ί ν ο.

Και στους πιο άνυδρους καιρούς το ασώματο φως είναι πάντα εκεί.
Το ξέρεις.