Η Ποίηση ήρθε στη ζωή μου αναπάντεχα, ανεπαίσθητα και απλά. Αν ξεχωρίσω την Ποίηση ως πραγματικότητα και παρατήρηση – βίωση του καθολικού πες καλύτερα – από τη μια, και ως διαδικασία, ως καταγραφή και συμπύκνωση μιας πραγματικότητας από την άλλη, τότε θα πρέπει να ομολογήσω πως, τουλάχιστον την πρώτη, την συνάντησα πολύ νωρίς.
Η ικανότητα του ποιητή, του δημιουργού (κι ως τέτοιον ονομάζω όχι μόνο αυτόν που γράφει Ποίηση, αλλά κυρίως αυτόν που την αισθάνεται ολόγυρά του κι αυτόν που την εκφράζει με όποια μέσα) είναι να βλέπει το αόρατο, να διαισθάνεται το απαρατήρητο, να συμπυκνώνει δυνάμεις, να τις αποκρυσταλλώνει σε μια τελική (;) μορφή, αυτήν του
ποιήματος.
Δεν ξέρω τι θα πει καλό, πολύ περισσότερο τι θα πει κακό ποίημα. Ξέρω όμως πως αν πρέπει να θέσω κάποια κριτήρια για το αρραγές ποίημα, πιο πολύ για μένα τον ίδιο, τότε θα κατέληγα σε δυο.
Το πρώτο, να διεκδικεί το ποίημα μια θέση στο ανεξάντλητο πάντα άπειρο. Η ιδέα που μεταφέρει να δικαιώνει την ύπαρξή του στα άγνωρα μέρη της συνείδησής μας. Ένα τέτοιο ποίημα προκαλεί το ξάφνιασμα, κάποιες φορές τους κραδασμούς του αγνώστου μα και την ίδια στιγμή την αταραξία του από πάντα γνώριμου και ξεκάθαρου, έστω κι αν έως τότε ασύλληπτου.
Το δεύτερο, να παίρνει η μορφή του την υφή του βότσαλου τη λεία, τη στιλπνή, συχνά και την υγρή μέσα στο στόμα. Κι είναι έτσι που δοκιμάζω τα ποιήματα, τα δικά μου και των άλλων. Είναι κάποιες φορές που σκαλώνει στη γλώσσα μου μια αίσθηση τραχιά, όλο εξογκώματα και αγριάδες κι άλλοτε, ω ευτυχισμένες ώρες, νιώθω πως πιπιλάω ένα μικρό ολοκάθαρο βότσαλο, τέτοιο που οι δυνάμεις που συμπυκνώθηκαν το έφτιαξαν για να το φέρω στα χείλη μου.
Κάνω λόγο για την Ποίηση ως σύλληψη και καταγραφή, ως αποκρυστάλλωση της
άλλης Ποίησης, αυτής της δυσδιάκριτης διαύγειας. Γι’ αυτό πιστεύω πως, ανεξάρτητα από το πότε πρωτόγραψα ποιήματα (αν δεν είναι – και δεν θέλω να είναι – η ποίησή μου επιφωνηματική, καλώς άργησε να έρθει, μιας κι η απόλυτη νεότητα είναι γεμάτη επιφωνήματα), από πολύ νωρίς ΕΝ-έγραφα. Με άλλα μάτια, περίεργα, λιμασμένα, ολωσδιόλου αποκομμένα καμιά φορά από τους γύρω μου.
Έπρεπε να έρθει η αποτύπωση στο χαρτί, για να μου ερμηνεύσει τόσα πολλά, πρώτα και κύρια γύρω από μένα τον ίδιο.