Μεταφράζω ό,τι αγαπώ...
Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί
τα αισθησιακά
(α΄ μέρος)
Α Ρ Χ Ι Λ Ο Χ Ο Σ
25D
έχουσα θαλλόν μυρσίνης ετέρπετο
ροδής τε καλόν άνθος,
η δέ οι κόμη
ώμους κατεσκίαζε καί μετάφρενα.
* * * * * * * * *
Κρατούσε τρυφερό κλαρί μυρτιάς
κι όμορφο ρόδο
κι ευφραινόταν
και τα μαλλιά της
σκίαζαν τους ώμους και την πλάτη.
26D
εσμυρισμένας κόμας
καί στήθος, ως αν καί γέρων ηράσσατο.
* * * * * * * * * * *
μοσχοβόλιστα μαλλιά
και στήθος, μέχρι και γέροντα θα κόλαζε.
71D
ει γαρ ως εμοί γένοιτο χείρα Νεοβούλης θιγείν.
* * * * * * * * * * *
Αχ, ας γινόταν ν’ άγγιζα το χέρι της Νεοβούλης.
72D
καί πεσείν δρήστην επ’ ασκόν καπί γαστρί γαστέρα
προσβαλείν μηρούς τε μηροίς
* * * * * * * * * * * * *
να γείρει με ορμή και, κοιλιά πάνω στην κοιλιά,
να χωθούν στα λαγόνια οι μηροί
104D
δύστηνος έγκειμαι πόθωι
άψυχος, χαλεπήισι θεών οδύνηισιν έκητι
πεπαρμένος δι’ οστέων.
* * * * * * * * * * *
δυστυχισμένος κείτομαι απ’ τον πόθο
δίχως πνοή, απ’ τις πικρές ωδίνες των θεών
ως το μεδούλι τρυπημένος.
112D
τοίος γάρ εκ φιλότητος έρως υπό καρδίην ελυσθείς
πολλήν κατ’ αχλύν ομμάτων έχευεν
κλέψας εκ στηθέων απαλάς φρένας.
* * * * * * * * * * * * *
Τέτοιος απ’ την καρδιά μου πόθος έρωτα ξεχύθηκε
Στα μάτια μου έφερε τη σκοτεινιά
Κι αρπαξε την ψυχή μου απ’ τα στήθη.
118D
αλλά μ’ ο λυσιμελής, ω ’ταίρε, δάμναται πόθος.
* * * * * * * * * * * * * *
Φίλε μου, ο πόθος παραλύει τα μέλη μου και με δαμάζει.